Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγαρκής -ής -ές [oliγarkís] Ε10 : (για πρόσ.) που αρκείται σε λίγα, που δεν απαιτεί πολλά ή πολύτιμα αγαθά: Άνθρωπος ~ και οικονόμος.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγαρκής]