Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολίγος, επίθ.· αλίγος· ελίγος· ελλίγος· λίγος· 'λιγός· 'λίος· 'λιος· 'λλίγος· 'λλίος· όλιγος· ολιγός· ολλίγος· υπερθ. λιγότατος· ολιγότατος.
-
- 1)
- α) Που υφίσταται σε μικρή ποσότητα, λίγος:
- (Προδρ. IV 599)·
- γιατρικό λίγο (Πανώρ. Ά 150)·
- ελίγον κέρδος (Αχέλ. 1057)·
- β) (μεταφ.):
- 'λλίγην 'λεμοσύνην (Κυπρ. ερωτ. 298· Ερωτόκρ. Ά 1122).
- α) Που υφίσταται σε μικρή ποσότητα, λίγος:
- 2)
- α) Που υφίσταται σε περιορισμένο αριθμό:
- τρίχας ολιγάς (Λόγ. παρηγ. O 568)·
- πράγματα ολιγά (Σπαν. (Ζώρ.) V 103)·
- η χαρά μου 'λλίους μήνες και πολλούς τα κλάματά μου (Κυπρ. ερωτ. 1267)·
- β) (ως ουσ.):
- ολιγοί μέλλουν στραφήναι εις τας χώρας τας ιδίας (Ερμον. Η 226· Φαλιέρ., Ιστ. 190)·
- γ) που αριθμεί λίγα μέλη, ολιγάριθμος:
- όχι από τη πληθότητά σας … εδιάλεξεν (ενν. ο Κύριος) εις εσάς, ότι εσείς το ολιγότερο από τα έθνη (Πεντ. Δευτ. VII 7)·
- φουσσάτο … ολίγον (Χρον. Τόκκων 505).
- α) Που υφίσταται σε περιορισμένο αριθμό:
- 3) (Προκ. για χρον. διάστημα) που έχει μικρή διάρκεια, σύντομος:
- την 'λλίγην την ζωήν με δίχα κλάμαν να την περάσω (Κυπρ. ερωτ. 1365· Λίβ. Sc. 152).
- 4) (Προκ. για τοπ. έκταση, απόσταση) μικρός:
- (Ροδινός 107), (Τζάνε, Κατάν. 16).
- 5)
- α) (Προκ. για μέγεθος) μικρός:
- (Προδρ. IV 652)·
- β) (προκ. για κείμενο, ομιλία) σύντομος:
- ολίγον καταλόγιν (Περί ξεν. 3· Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 3).
- α) (Προκ. για μέγεθος) μικρός:
- 6) (Στο συγκρ., προκ. για ηλικία) μικρότερος:
- γυναίκα … εις τους χρόνους ολιγότερη από τους εικοσιπέντε (Νομοκριτ. 68).
- 7)
- α) (Προκ. για ένταση) αδύναμος, ασθενής:
- (Πιστ. βοσκ. V 5, 423)·
- Το πλήθος δεν με θέλει ηκούγει από την ολίγην φωνήν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 157v)·
- β) (προκ. για συναισθήματα):
- να μηδέν η αγάπη σου λιγότερή μοι γένει (Πόλ. Τρωάδ. 5795)·
- γ) (προκ. για την ψυχή):
- (Καρτάν, Π. Ν. Διαθ. φ. 241v).
- α) (Προκ. για ένταση) αδύναμος, ασθενής:
- 8)
- α) (Προκ. για ποιότητα ή αξία) μικρός, ασήμαντος, μηδαμινός:
- προτέρημαν ολίγον (Σπαν. Α 486· Ευγέν. 509)·
- β) (για πρόσωπο) ανίκανος, ανεπιτήδειος (σε κ.):
- ολίγος εις την γνώσιν (Συναδ. φ. 25r).
- α) (Προκ. για ποιότητα ή αξία) μικρός, ασήμαντος, μηδαμινός:
- 9) Ανεπαρκής:
- φύλαξιν είχαν (ενν. οι Αλβανίται) ολιγήν και βίγλα ουδέ όλως (Χρον. Τόκκων 792· Ερωφ. Γ́ 290).
- 10) (Ως σύστ. αντικ.):
- εποίκεν και ο ρε Ζακ ολλίγον και ο ρε Τζενίος ολλίον (Μαχ. 59030).
- 11) (Με την αντων. τίποτις για να δηλωθεί κάτι το ελάχιστο):
- Μαγάρι ας εύρομε για 'δά τίποτις λίγο μίσσο (Φαλιέρ., Ιστ. 389)·
- έκφρ. ολίγον τίποτε περισσότερον = κάτι παραπάνω:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 102).
- 12) (Με το αρνητ. μόρ. ουκ για να δηλωθεί αρκετός, σημαντικός αριθμός, ποσότητα, χρόνος, κλπ.)
- (Πουλολ. 552)·
- Γέγονε δε αργία ουκ ολίγη (Έκθ. χρον. 7625).
- Εκφρ.
- 1) Εν ολίγῳ =
- (α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα:
- (Έκθ. χρον. 7516)·
- (β) περιληπτικά, με λίγα λόγια:
- (Ψευδο-Σφρ.18820).
- 2) 'Λίος λαός, βλ. λαός (I) 3β έκφρ. (1).
- Το αρσ. ως ουσ. = (προκ. για εβραϊκή φυλή)
- α) αυτή που αριθμεί λίγα μέλη
- (Πεντ. Αρ. XXXIII 54)·
- β) αυτή που έχει μικρή ιδιοκτησία:
- τα κράτη … από το πολύ να πληθύνετε και από τον ολίγο να ολιγοστέψετε (Πεντ. Αρ. XXXV 8).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Μικρή ποσότητα:
- (Σπαν. (Ζώρ.) V 16)·
- το λίγο εγίνηκε πολύ (Ερωτόκρ. Ά 101).
- 2) (Περιληπτ. προκ. για ολιγομελείς εβραϊκές φυλές):
- (Πεντ. Αρ. XXVI 56).
- 3) (Ο συγκρ. επιρρ.) τουλάχιστον: Κρασοπ. B 74·
- αν δεν είναι εις όλον, το ολιγότερον εις μέρος (Μπερτολδίνος 91).
[αρχ. επίθ. ολίγος. Ο τ. ελί‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. λίγ‑ στο Βλάχ. και σήμ. Ο υπερθ. λιγότατος στο Somav. και ολιγότατος στο Βλάχ. (‑γω‑). Ο τ. 'λλίος σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ολλίγος στο Meursius. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- 1)
- ολίγος -η -ο [olíγos] Ε3 : (λόγ.) λίγος, κυρίως σε εκφράσεις ουκ ~, πολύς: Έπαιζε χαρτιά και έχασε ουκ ολίγα. παρ΄ ολίγο, λίγο έλειψε να, παραλίγο. εντός ολίγου, σε λίγο. προ ολίγου, πριν από λίγο: Ήταν εδώ προ ολίγου· πιστεύω ότι δε θα αργήσει. εν ολίγοις ή δι΄ ολίγων, με λίγα λόγια. (προφ.) με ολίγη, για καφέ με λίγη ζάχαρη. (γνωμ.) των φρονίμων* ολίγα.
(λόγ.) ολίγον ΕΠIΡΡ λίγο. (έκφρ.) ~ τι, κάπως: Είναι ~ τι βλάκας. [λόγ. < αρχ. ὀλίγος, ὀλίγον]
- ολιγόσαρκος, επίθ.
-
- Ισχνός, λιπόσαρκος· λεπτοκαμωμένος:
- οι ολιγόσαρκοι και ξηρότεροι άνδρες τοις τε όπλοις αεί εγκαρτερούσι δεινώς (Θεολ., Τζίρ. 35525.)>
[μτγν. επίθ. ολιγόσαρκος. Η λ. και σήμ.]
- Ισχνός, λιπόσαρκος· λεπτοκαμωμένος:
- ολιγοστά, επίρρ.
-
- Λίγο:
- λάλει ολιγοστά και μεμελετημένα (Σπαν. P 59).
[πληθ. του ουδ. του επίθ. ολιγοστός ως επίρρ. Η λ., καθώς και τ. λιγοστά, στο Somav.]
- Λίγο:
- ολιγοσταίνω· 'λιγοσταίνω· αόρ. ολιγόστυνα.
-
- 1) Ελαττώνομαι, λιγοστεύω (σε αριθμό, ποσότητα, ένταση)· κοντεύω να τελειώσω:
- (Αιτωλ., Μύθ. 274), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 92V)·
- Το φως τση μέρας λιγοσταίνει (Βοσκοπ. 117).
- 2) (Μεταφ., προκ. για άνθρωπο που έχει ερωτικό καημό) χάνομαι, σβήνω:
- γροικώ πως λιγοσταίνω, απέ την φλόγα την πολλήν θέλω καεί (Θησ. Γ́ [207]).
[<επίθ. ολιγοστός + κατάλ. ‑αίνω. Ο τ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
- 1) Ελαττώνομαι, λιγοστεύω (σε αριθμό, ποσότητα, ένταση)· κοντεύω να τελειώσω:
- ολιγοσταυρία η [oliγostavría] Ο25 : σύστημα εκλογής στο οποίο αυτός που ψηφίζει έχει τη δυνατότητα να σημειώσει λίγους σταυρούς προτίμησης σε σχέση με το σύνολο των υποψηφίων. ANT πολυσταυρία.
[λόγ. ολιγο- + σταυρ(ός) -ία]
- ολιγοστεύω· λιγοστεύω· ολιγοστεύγω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Ελαττώνω, μειώνω (σε αριθμό, ποσότητα ή ένταση):
- να αποστείλω εις εσάς το αγρίμι του χωραφιού … και να ολιγοστέψει εσάς (Πεντ. Λευιτ. XXVI 22 (έκδ. ολιγοστρέψει)· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 111)·
- Δώσε τους υπομονήν … και ολιγόστευσε τες θλίψες (Χριστ. διδασκ. 440)·
- β) (προκ. για χρόνο) μειώνω σε διάρκεια, συντομεύω:
- (Μαλαξός, Νομοκ. 410).
- α) Ελαττώνω, μειώνω (σε αριθμό, ποσότητα ή ένταση):
- 2) Αφαιρώ μέρος από κ.:
- μη προσμίξετε ιπί το πράμα ος εγώ παραγγέλνω εσάς και μη ολιγοστέψετε από αυτό (Πεντ. Δευτ. IV 2).
- 3) Στερώ, αποστερώ:
- (Πεντ. Έξ. XXI 10).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Ελαττώνομαι, μειώνομαι (σε αριθμό, ποσότητα ή ένταση):
- συχνώς πολεμούμενοι οι τα μέρη ταύτα οικούντες χριστιανοί ολιγόστεψαν πολλά (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 254)·
- όλα τα πράγματα, όταν ξοδιάζονται, λιγοστεύουσι (Θεματογραφία 20· Θησ. Ί [163])·
- β) (προκ. για συναίσθημα):
- πότ’ έχουν φόβον μέσα τους και πότε λιγοστεύει (Θησ. Ζ́ [1137]).
- α) Ελαττώνομαι, μειώνομαι (σε αριθμό, ποσότητα ή ένταση):
- 2) Ελαττώνομαι ως προς κ.·
- (εδώ) ανακουφίζομαι:
- να είδ’ αυτό το πρόσωπον τ’ όμορφον … 'πέ τους πόνους μου δαμί να λιγοστέψω (Θησ. Γ́ [828]).
- (εδώ) ανακουφίζομαι:
- 3) Αφαιρούμαι (από ένα σύνολο):
- να ολιγοστέψει η κλερονομιά τους από την κλερονομιά των γονεών μας (Πεντ. Αρ. XXXVI 3).
- 4) (Μεταφ., προκ. για την ψυχή) χάνω τις δυνάμεις μου:
- (Θησ. Γ́ [797]).
- 1)
- Τριτοπρόσ. σε ιδιάζ. χρ. (προκ. να δηλωθεί η ανάγκη σε μάννα των Εβραίων):
- εμέτρησαν με το μέτρο και δεν επέρσεψεν οπού πληθαίνει και οπού ολιγοστεύγει δεν έλειψεν (Πεντ. Έξ. XVI18).
[<επίθ. ολιγοστός + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. λι‑ στο Somav. (όπου και τ. λιγοστεύγω) και σήμ. Η λ. στο Somav. (λ. λι‑) και σήμ. ποντ.]
- Ά Μτβ.
- ολιγόστιχος -η -ο [oliγóstixos] Ε5 : που αποτελείται από λίγους στίχους, γραμμές, σειρές γραμμάτων. ANT πολύστιχος: Ολιγόστιχο ποίημα.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγόστιχος]
- ολιγοστός, επίθ· ελιγοστός· λιγοστός.
-
- 1) Πολύ λίγος (σε αριθμό ή ποσότητα):
- εξήλθεν ο βασιλεύς μετά τινών ολιγοστών στρατιωτών (Πανάρ. 7711)·
- βάνει ολιγοστόν άλας (Ιμπ. 640)·
- 2) Μικρός σε μέγεθος:
- (Ερμον. Ε 263).
- 3) Περιορισμένος σε έκταση ή βαθμό:
- εγίνην θανατικόν εις τας Σέρρας, αμή ήτον ολιγοστό (Συναδ. φ. 46v).
- 4) (Προκ. για χρόνο) λίγος, πολύ σύντομος:
- Καιρόν εκάμαν λιγοστόν όσον να ητοιμασθούσι (Άλ. Κύπρ. 918).
- 5) (Με αφηρημένο ουσ.) λίγος, μικρός:
- ολιγοστήν ανακωχήν (ενν. να δώσεις) εκείνης της μητρός σου (Ριμ. Βελ. ρ 794).
- 6) Ασήμαντος, μη υπολογίσιμος, ανάξιος λόγου:
- ολιγοστοί εις δύναμιν (Ριμ. Βελ ρ 258).
- Ο θετ. βαθμός του επιθ. ως συγκρ. = λιγότερος:
- είμαστεν ολιγοστοί απ’ αύτους (Χρον. Μορ. P 3991).
- Το ουδ. του επιθ. (ολιγοστό(ν), λιγοστό) ως επίρρ. (πβ. ολιγοστά) = λίγο:
- Εξέβην ο Ιμπέριος … να αναπαυθεί ολιγοστόν (Ιμπ. 653· Σπαν. (Μαυρ.) P 180).
[αρχ. επίθ. ολιγοστός. Ο τ. ελι‑ σήμ. ποντ. Ο τ. λι‑ στο Somav. και σήμ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ποντ.]
- 1) Πολύ λίγος (σε αριθμό ή ποσότητα):
- ολιγοστρέφομαι 'λιγοστρέφομαι.
-
- Στρέφομαι, γυρίζω λίγο (για να δω):
- ελιγοστράφηκε (ενν. η Αρετούσα) να δει, μα εμίλιε του κυρού της (Ερωτόκρ. Β́ 438).
[<επίρρ. ολίγον + στρέφομαι]
- Στρέφομαι, γυρίζω λίγο (για να δω):