Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολίγα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ολίγα, επίρρ.· ελίγα· λίγα.
  • Λίγο, σε μικρό βαθμό:
    • λίγα σαλεύγει το κορμί (Ερωτόκρ. Β́ 408
    • ο κοπιάσας ολίγα και ολίγον μισθόν λήψεται (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι II 11).

[πληθ. ουδ. του επιθ. ολίγος ως επίρρ. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγαίνω· 'λιγαίνω· 'λλιαίνω· ολλιγαίνω.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Ελαττώνομαι, λιγοστεύω
      • α) (προκ. για αριθμό ή ποσότητα):
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4554
        • επληθύνασιν οι πόνοι, ουδέ 'λιγάνα (Φαλιέρ., Θρ. 108
        • (ειδικά):
          • δεν ελίγανεν η χάρις της Παρθένου Μαρίας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397
      • β) (προκ. για το βάθος ή τη στάθμη της θάλασσας):
        • ολιγαίνει ο φούντος (Πορτολ. Α 507· Τζάνε, Κρ. πόλ. 33324
      • γ) (με υποκ. τις λ. φως, λαλιά):
        • (Ερωτόκρ. Γ́ 827
        • αναχασκίζω κι η λαλιά χάνεται και 'λιγαίνει (Ερωφ. Ά 391).
      • δ) (προκ. για ένταση συναισθήματος) καταπραΰνομαι, απαλύνομαι:
        • (Στάθ. Ά 9
        • η πεθυμιά μου επλήθυνεν, αμ’ όχι να 'λιγάνει (Ερωτόκρ. Γ́ 513).
    • 2)
      • α) (Προκ. για μέγεθος) μικραίνω:
        • αυξάνου (ενν. τα βλασταράκια), ουδέ 'λιγαίνου (Χούμνου, Κοσμογ. 401
      • β) (προκ. για διάρκεια) συντομεύω:
        • 'λιγαίνει και κοντεύγεται το μάκρος τση ζωής τως (Ερωτόκρ. Γ́ 830
      • γ) (προκ. για κερί) λειώνω:
        • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 446
        • (μεταφ.):
          • 'λιγαίνω σαν κερί καίγοντας κι όλη λειώνω (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4604).
    • 3)
      • α) Εξασθενώ, χάνω τις δυνάμεις μου, λιγοθυμώ:
        • οϊμένα, πώς 'λιγαίνω; Εχάθηκε το αίμα μου κι όλος αποκρυγαίνω (Ζήν. Γ́ 175
      • β) (με υποκ. τις λ. καρδιά, ψυχή, δύναμη, πνοή κλπ.):
        • (Ερωφ. Χορ. ά 641), (Μαρκάδ. 377), (Πιστ. βοσκ. III 9, 64), (Ερωτόκρ. Γ́ 939), (Ροδολ. Β́ 28).
    • 4) (Προκ. για την ημέρα) πλησιάζω προς το τέλος μου:
      • (Απόκοπ. 58).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) Κάνω κ. να ελαττωθεί, να μειωθεί
      • α) (προκ. για αριθμό προσώπων κλπ.):
        • ο θάνατος να μη μπορεί τσ’ ανθρώπους να 'λιγαίνει (Πανώρ. Έ 36· Ά 226
      • β) (σε συνεκδ.):
        • οι Γενουβήσοι … επλημελούσαν να ολλιγάνουν τον τόπον (Μαχ. 4266
      • γ) (προκ. για ποσότητα):
        • να κάμνεις οπτόν το παχύ κρέας, ότι το πυρ ολιγαίνει το πάχος του (Αγαπ., Γεωπον. 192).
    • 2) (Προκ. για ένταση συναισθήματος) απαλύνω κ. (δυσάρεστο), καταπραΰνω:
      • να μου 'λιγάνεις την πίκραν του θανάτου μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [817]).
    • 3) (Με αντικ. τις λ. καρδιά, δύναμη) κάνω να εξασθενήσει:
      • (Πιστ. βοσκ. I 2, 50
      • τα τόσα γερατειά … τη δύναμη 'λιγαίνουσι (Ερωτόκρ. Γ́ 824).

[<επίθ. ολίγος + κατάλ. ‑αίνω. Ο τ. 'λι‑ στο Βλάχ. (λ. λη‑ και λι‑) και σήμ. κρητ. Ο τ. 'λλι‑ και σήμ. κυπρ. Ο τ. ολλ‑ στο Du Cange (λ. ολλίγος). Λ. ολλιγάνειν στο Meursius. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγάκι, επίρρ.· ελιγάκι· 'λιάκιν· λιγάκι· λιγάκιν· λιγάκις· 'λλιάκιν· 'λλιγάκιν.
  • Ά (Προκ. για ποσότητα, μέγεθος, ένταση, κλπ.) λίγο:
    • (Πανώρ. Β́ 448
    • λιγάκι να χαρούμεν (Ευγέν. 1357
    • Λιγάκι τον ελάβωσε (Ερωτόκρ. Δ́ 1709
  • Β́ (Τοπ.) λίγο, σε μικρή απόσταση:
    • (Ερωτόκρ. Β́ 425
    • Στη χώρα μέσα σκάφτοντας εμπήκανε λιγάκι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5155).
  • Γ́ (Χρον.)
    • α) για λίγο, για σύντομο χρονικό διάστημα:
      • ο πόλεμος … λιγάκι να σιγήσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53326
    • β) κάθε λίγο:
      • Καθόλου δεν εσκόλαζε, αμέ λιγάκι κάνει ως δέκα-δώδεκα φορές το μερονύκτι βγάνει (Διήγ. ωραιότ. 857).
  • Εκφρ.
  • 1) Εις λιγάκι(ν), σε λιγάκι(ν) = μετά λίγη ώρα, σε λίγο:
    • (Φορτουν. Γ́ 270), (Στάθ. Β́ 266).
  • 2) Τώρα λιγάκι = πριν από λίγο:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [461]).
    • Φρ.
    • 'λλιάκιν έλειψεν να … = παραλίγο να … (πβ. λείπω III4):
      • (Θρ. Κύπρ. 852).
  • Η λ. ως ουδ. επιθ. =
    • 1) (Άκλ.) λίγος:
      • λιγάκι πείραξη βούλεται να της δώσει (Ερωτόκρ. Έ 872
      • (σε χρον. χρ. με προηγ. την πρόθ. εις και επόμ. το ουσ. ώρα):
        • επρόβαλε εισέ λιγάκιν ώρα (Ερωτόκρ. Β́ 163· Φορτουν. Δ́ 566).
    • 2) Λίγος (σε ποσότητα):
      • Λιγάκια ρούχα στα σακκιά εβάνασι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1963).
    • 3) Μικρός, κοντός (σε μήκος):
      • αχαμνά … τα σκοινιά … κι ελιγάκια (Ροδολ. Γ́ 159
      • (σε μεταφ.):
        • η Μούσα μου φτερά λιγάκια μου 'χε τάξει (Ροδολ. Αφ. 67).
    • 4) Όχι αξιόλογος, ταπεινός, μικρός:
      • η ανθρωπότη … να δεχτεί το δώρος το λιγάκι (Φορτουν. Αφ. 47).
  • Η λ. ως αρσ. ουσ. στον πληθ. = (προκ. για μέρος, τμήμα μιας ομάδας) λίγοι:
    • Λιγάκοι οπ’ εφύγασι σμίγουσιν όλοι αντάμι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24019).
  • [<επίθ. ολίγος + κατάλ. ‑άκι. Ο τ. λι‑ στο Du Cange (λ. λίγος) και σήμ. Η λ. στο Βλάχ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ολιγανθρωπία η [oliγanθropía] Ο25 : η ιδιότητα του ολιγάνθρωπου, μικρό πλήθος ανθρώπων σε ένα χώρο, σε μια έκταση, περιοχή κτλ. ANT πολυανθρωπία.

    [λόγ. < αρχ. ὀλιγανθρωπία]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ολιγάνθρωπος -η -ο [oliγánθropos] Ε5 : ANT πολυάνθρωπος. 1. (για χώρο, περιοχή) που έχει λίγους κατοίκους. 2. (σπάν.) που αποτελείται από μικρό αριθμό ανθρώπων: Ολιγάνθρωπη ομάδα.

    [λόγ. < αρχ. ὀλιγάνθρωπος]

    [Λεξικό Κριαρά]
    ολιγανίσκω· λιγανίσκω· ολλιγανίσκω.
    • Ά (Μτβ.) μειώνω τη δύναμη, περιορίζω:
      • η γεροντοσύνη … λιγανίσκει τη θωριάν και την λαλιάν (Ξόμπλιν φ. 124v).
    • Β́ (Αμτβ.) ελαττώνομαι, λιγοστεύω·
      • (προκ. για σύνολο προσώπων):
        • πάσα πόλεμον χάννουνται πολλοί και … ολλιγανίσκουν (Μαχ. 42223).

    [<αόρ. του ολιγαίνω + κατάλ. ‑ίσκω. Τ. 'λλιανίσκω σήμ. κυπρ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ολιγάριθμος -η -ο [oliγáriθmos] Ε5 : (για σύνολο) που αποτελείται από μικρό αριθμό στοιχείων (ανθρώπων, αντικειμένων κτλ.). ANT πολυάριθμος: H ολιγάριθμη μεγαλοαστική τάξη. Ολιγάριθμο πλήθος. || μικρός σε αριθμό, σε πλήθος όμοιων πραγμάτων: H πλειοψηφία των τουριστών συγκεντρώνεται στα ολιγάριθμα πασίγνωστα μνημεία.

    [λόγ. < μσν. ολιγάριθμος < ολιγ(ο)- + αριθμ(ός) -ος]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ολιγάρκεια η [oliγárkia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του ολιγαρκούς ανθρώπου: Σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης της χώρας είναι η εργατικότητα και η ~ των κατοίκων της.

    [λόγ. < ελνστ. ὀλιγαρκία, ὀλιγάρκεια]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ολιγαρκής -ής -ές [oliγarkís] Ε10 : (για πρόσ.) που αρκείται σε λίγα, που δεν απαιτεί πολλά ή πολύτιμα αγαθά: Άνθρωπος ~ και οικονόμος.

    [λόγ. < ελνστ. ὀλιγαρκής]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ολιγαρχία η [oliγarxía] Ο25 : πολιτικό καθεστώς στο οποίο η εξουσία ανήκει σε μία μικρή και συνήθ. προνομιούχα ομάδα: Ολιγαρχίες και δημοκρατίες της αρχαίας Ελλάδας. || (επέκτ.): H ~ του πλούτου ή η οικονομική ~, για μικρή ομάδα ατόμων που κατέχει μεγάλο τμήμα του πλούτου μιας χώρας.

    [λόγ. < αρχ. ὀλιγαρχία]

    < Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες