Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολά, επιφ.
-
- Ε, καλέ, μωρέ:
- (Μπερτολδίνος 120).
[<ιταλ. olà]
- Ε, καλέ, μωρέ:
[Λεξικό Κριαρά]
- ολάκερος, επίθ.· αλάκερος.
-
- 1) Ολόκληρος:
- Εκείνο τό υποσχεθείς, ολάκερον το δίδε (Κομν., Διδασκ. Δ 360)·
- 2) Που έχει όλα του τα μέλη, ακέραιος, άρτιος:
- ολάκερον το λείψανον του αγίου (Ροδινός 199)·
- (σε μεταφ.):
- πόθου και πόνου ολάκερον … εξέβη δένδρον (Λίβ. N 3382).
[<ολο‑ + επίθ. ακέραιος. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κυπρ. και κρητ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ολόκληρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολάκερος -η -ο [olákeros] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ολόκληρος.
[μσν. ολάκερος < ολ(ο)- + ακέριος (< ακέραιος) με αποβ. του ημιφ. κατά το σχ.: καθάριος - ολοκάθαρος, όρθιος - ολόρθος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολάκης ο,
- βλ. ουλάκης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολάνθιστος -η -ο [olánθistos] Ε5 : (λογοτ.) γεμάτος λουλούδια: Ολάνθιστες πασχαλιές. Ολάνθιστοι κήποι / μπαχτσέδες.
[λόγ. ολ(ο)- + ανθισ- (ανθίζω) -τος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολάνοιχτος -η -ο [olánixtos] Ε5 : ορθάνοιχτος.
[μσν. ολάνοικτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ολ(ο)- + ανοικτ(ός) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολαπόκοτος, επίθ.
-
- Πολύ τολμηρός, θαρραλέος, γενναίος:
- (Θησ. Ή [511]).
[<ολο‑ + επίθ. απόκοτος]
- Πολύ τολμηρός, θαρραλέος, γενναίος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ολάργυρος, επίθ.· ολαργυρός.
-
- 1)
- α) Κατασκευασμένος όλος από ασήμι:
- θυμιατόν ολάργυρο (Πανώρ. Δ́ 266· Διγ. Esc. 1652)·
- β) που έχει σ’ όλη την επιφάνειά του κοσμήματα ή επίστρωμα από ασήμι, αργυροποίκιλτος, επάργυρος:
- σκριτόριο … ολάργυρο (Ερωτόκρ. Ά 1423)·
- γ) (προκ. για ύφασμα) φτιαγμένος ή κεντημένος με ασημένια κλωστή:
- (Θησ. Β́ [197]), (Ριμ. κόρ. 719).
- α) Κατασκευασμένος όλος από ασήμι:
- 2) (Μεταφ. προκ. για μέλος του σώματος) που έχει το χρώμα του ασημιού, ολόλευκο:
- στήθη ολάργυρα (Πανώρ. Ά 82).
[μτγν. επίθ. ολάργυρος. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ολάσπρος, επίθ.
-
- Κάτασπρος, κατάλευκος:
- ολάσπρα … ρούχα (Λίβ. Esc. 474)·
- νησόπουλον ολάσπρον (Πορτολ. Α 93).
[<ολο‑ + επίθ. άσπρος. Τ. ολόασπρος σήμ.]
- Κάτασπρος, κατάλευκος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ολαστίζω.
-
- Πλησιάζω, συναντώ, «διπλαρώνω» κάπ.:
- οπού εκοίταζεν … έμορφη γυναίκα, α δεν την ολάστιζεν δεν εγίνονταν (Συναδ. φ. 31r).
[<τουρκ. ulașmak]
- Πλησιάζω, συναντώ, «διπλαρώνω» κάπ.: