Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οκτώ, αριθμητ.· όχτω· οχτώ· γεν. πληθ. οχτών.
-
- Οκτώ:
- (Ερωτόκρ. Β́ 376), (Μαχ. 50230)·
- όχτω σανίδια (Πεντ. Έξ. XXVI 25)·
- υιόν οχτών ημερών (Πεντ. Γέν. ΧΧΙ 4).
[αρχ. αριθμητ. οκτώ. Η λ. και ο τ. οχτώ και σήμ.]
- Οκτώ:
- Οκτώβρης ο [októvris] & Οχτώβρης ο [oxtóvris] Ο11 : (προφ.) Οκτώβριος.
[-χτ-: μσν. Οκτώβρης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. Ὀκτώβριος με αποφυγή της χασμ.· -κτ-: λόγ. επίδρ.]
- οκτωβριανός -ή -ό [oktovrianós] & οχτωβριανός -ή -ό [oxtovrianós] Ε1 : που έχει σχέση με το μήνα Οκτώβριο: Οκτωβριανή επανάσταση, που έγινε από τους μπολσεβίκους στα 1917. || (ως ουσ.) τα οκτωβριανά, συγκρούσεις γαλλικών αγημάτων με ελληνικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1916 στην Aθήνα.
[λόγ. Οκτώβρι(ος) -ανός απόδ. γαλλ. d΄Οctobre· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- Οκτώβριος ο [októvrios] Ο19 : ο δέκατος μήνας του χρόνου.
[λόγ. < ελνστ. Ὀκτώβριος < λατ. Οctober (αρχικά ο όγδοος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου, octo `οχτώ΄) -ber > -βριος κατά το Ἰανουάριος και ελνστ. Ὀκτώμβριος (το μ αναλ. προς τα Σεπτέμβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος· σύγκρ. αντίστοιχο σημερ. λαϊκ. Οκτώμβριος)]
- Οκτώβριος ο· Οκτώβρης· Οκτώμβριος· Οχτώβριος.
-
- Οκτώβριος:
- (Βουστρ. 17414)·
- (ως επιθετ. προσδ. του ουσ. μήνας):
- (Μαχ. 60010).
- Ως προσωποπ.:
- Είδα και τον Οκτώβριον άνθρωπον εις το σκήμαν (Λίβ. Esc. 1072).
[μτγν. ουσ. Οκτώβριος. Ο τ. ‑ης στο Βλάχ. (‑ις) και σήμ. Ο τ. ‑μβ‑ τον 6. αι. Η λ. και σήμ.]
- Οκτώβριος:
- οκτωηχόπουλον το,
- βλ. οκταηχόπουλον.
- οκτώηχος η [októixos] Ο36 : (εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει οχτώ πλήρεις αναστάσιμες ακολουθίες, καθεμία από τις οποίες ψάλλεται σε έναν από τους οχτώ ήχους της βυζαντινής μουσικής.
[λόγ. < μσν. οκτώηχος < οκτω- + ήχ(ος) -ος (και μσν. οκτάηχος)]
- οκτώηχος η,
- βλ. οκτάηχος.
- Οκτώμβριος ο,
- βλ. Οκτώβριος.
- οκτωμερίζω.
-
- (Προκ. για νεκρό) συμπληρώνω οχτώ μέρες από την ταφή μου, είμαι θαμμένος εδώ και οχτώ μέρες:
- (Συναξ. γυν. 1149).
[<αριθμητ. οκτώ + ουσ. μέρα + κατάλ. ‑ίζω]
- (Προκ. για νεκρό) συμπληρώνω οχτώ μέρες από την ταφή μου, είμαι θαμμένος εδώ και οχτώ μέρες: