Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οκτάνιο το [oktánio] Ο40 : (χημ.) ονομασία άκυκλων οργανικών ενώσεων που είναι κεκορεσμένοι υδρογονάνθρακες και έχουν στο μόριό τους οχτώ άτομα άνθρακα. || Aριθμός οκτανίου, ως δείκτης της ποιότητας καύσης της βενζίνης.
[λόγ. < διεθ. oct(a)- = οκτ(α)- + -ane = -άνιον]