Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οκρίβαντας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οκρίβαντας ο [okrívandas] Ο5 : (λόγ.) το καβαλέτο.

[λόγ. < ελνστ. ὀκρίβας, αιτ. -αντα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες