Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οκνός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
οκνός, επίθ.
  • 1)
    • α) Οκνηρός, τεμπέλης:
      • τους οκνούς κι όλους τσ’ ανεπαψάρους (Φορτουν. Πρόλ. 24
      • (σε ιδιάζ. χρ.):
        • μ’ έδησεν ο Έρωτας που δεν έ οκνός για μένα; (Κυπρ. ερωτ. 1142
    •  
      • β1) αδρανής, νωθρός:
        • οκνός απάνω στο κρεββάτι, να χασμουροτανύζεσαι (Ιστ. Βλαχ. 1645
      • β2) (προκ. για ζώο) αργός, βραδυκίνητος:
        • (Θησ. Z [665]
    • γ) αμελής:
      • οκνόν προσευχής (Φυσιολ. (Legr.) 857· Διγ. Άνδρ. 35429).
  • 2) Δειλός:
    • είσαι οκνός και φοβητσιάρης (Πιστ. βοσκ. II 2, 58).

[<οκνώ ή αρχ. ουσ. όκνος. Τ. οκνιός στο Βλάχ. και σήμ. κυπρ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Ουσ. οκνός ο μτγν. Η λ. στο Βλάχ. (λ. ‑ιός) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οκνός -ή -ό [oknós] Ε1 : α. οκνηρός. β. (λαϊκότρ.) αργός, βραδυκίνητος: Οκνό άλογο / γαϊδούρι.

[αρχ. ρ. ὀκν(ῶ) `διστάζω΄ -ός (αναδρ. σχημ.) ή αρχ. ουσ. ὄκν(ος) `δισταγμός, φόβος΄ -ός κατά το σχ.: ουσ. -ος - επίθ. -ός: αρχ. tχρος `χλωμάδα΄ - ὠχρός, αρχ. κάστανον - μσν. καστανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες