Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οκνηρία η [okniría] Ο25 : έλλειψη ζωηρότητας και ενεργητικότητας· (πρβ. τεμπελιά).
[λόγ. < ελνστ. ὀκνηρία `δισταγμός΄ κατά τη σημ. του οκνηρός]
[Λεξικό Κριαρά]
- οκνηρία η· οκνηριά.
-
- 1) Τεμπελιά:
- 'ξάφες την οκνηριάν και πιάσε το κονδύλι (Γεωργηλ., Θαν. 472).
- 2) Ανία:
- το … υπέρμετρον (ενν. της γραφής) … τους αναγιγνώσκοντας εις οκνηρίαν τους βάλλει (Σπαν. (Μαυρ.) P 475).
[μτγν. ουσ. οκνηρία. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τεμπελιά: