Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οινοχόος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οινοχόος ο [inoxóos] Ο18 : αυτός, συνήθ. υπηρέτης ή αξιωματούχος, που γέμιζε με κρασί τα ποτήρια των συνδαιτυμόνων στην αρχαία Ελλάδα: Ο ~ του βασιλιά.

[λόγ. < αρχ. οἰνοχόος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες