Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οινοπνευματώδης -ης -ες [inopnevmatóδis] Ε11 : (ιδ. για ποτό) που περιέχει οινόπνευμα· αλκοολούχος: Οινοπνευματώδη ποτά. || (συχνά ως ουσ.) τα οινοπνευματώδη, τα οινοπνευματώδη ποτά: Kρασί, ούζο, μπίρα και άλλα οινοπνευματώδη. Aύξηση της κατανάλωσης οινοπνευματωδών.
[λόγ. οινοπνευματ- (οινόπνευμα) -ώδης απόδ. γαλλ. alcoolique]