Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οικτρός, επίθ.
-
- 1) Ελεεινός, αξιοθρήνητος, δύστυχος:
- (Προδρ. IV 648-1 χφ P κριτ. υπ.)·
- (εδώ για να δηλωθεί ταπεινοφροσύνη):
- Οικτρός Γεώργιος Σφραντζής … ταύτα έγραψεν (Σφρ., Χρον. 41).
- 2) (Πιθ.) που δείχνει οίκτο, έλεος:
- γίνου οικτρού ορνέου μιμητής (Φυσιολ. B 918).
[αρχ. επίθ. οικτρός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ελεεινός, αξιοθρήνητος, δύστυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικτρός -ή -ό [iktrós] Ε1 : (πρβ. αξιοθρήνητος) α. που προκαλεί τη λύπη και τη συμπάθειά μας, επειδή είναι πολύ κακός, πολύ άσχημος και για αυτό δυσάρεστος· (πρβ. ελεεινός): Οικτρή κατάσταση / διαγωγή. Οικτρό θέαμα. β. (για κτ. κακό) που το μέγεθός του είναι τόσο μεγάλο, ώστε να προκαλεί τη λύπη και τη συμπάθειά μας: Οικτρό λάθος. H επιχείρηση κατέληξε σε οικτρή αποτυχία.
οικτρά & (λόγ.) οικτρώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. οἰκτρός, οἰκτρῶς]