Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικτίρμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οικτίρμων, επίθ.· οικτίριμων.
— Πβ. και φίλοικτος.
  • Φιλεύσπλαχνος:
    • οικτίριμων πολλά, πράττεις τας τιμάς (Sprachlehre 143
    • (για το Θεό) πολυεύσπλαχνος, ελεήμων:
      • (Διακρούσ. 1145), (Διγ. Esc. 1842).

[αρχ. επίθ. οικτίρμων. Η λ. και σήμ. εκκλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες