Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικουμένη η [ikuméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : ολόκληρη η γη· υφήλιος, κόσμος: Tαξίδεψε ως τα πέρατα της οικουμένης. Δεν ξανάγινε τέτοιο πράγ μα σε ολόκληρη την ~.
[λόγ. < αρχ. οἰκουμένη (ενν. γῆ) ουσιαστικοπ. θηλ. μπε. του ρ. οἰκῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- οικουμένη η· 'κουμένη.
-
- 1)
- α) Γη, υφήλιος:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 1273)·
- Ήλιε μου, … έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη (Ανακάλ. 58)·
- β) το καθένα από τα δύο ημισφαίρια:
- τα δύο ημισφαίρια, ήγουν αι δύο οικουμένες, …, έχουσιν εναντία τα πράγματα … αλλήλως τως (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 27).
- α) Γη, υφήλιος:
- 2) Σύμπαν, πλάση:
- εις καιρόν αναστάσεως, … όταν το βούκινον φανεί σ’ όλην την οικουμένην …, η γης θέλει τρομάξει (Ρίμ. θαν. 58).
- 3) Όλοι οι κάτοικοι της γης, η ανθρωπότητα:
- (Μάρκ., Βουλκ. 3414)·
- να κλαύσομεν την Πόλη, αυτήν οπού επαίνεσεν η οικουμένη όλη (Ιστ. Βλαχ. 2392).
- 4) Όλος ο χριστιανικός κόσμος:
- τον σταυρόν τον τίμιον …, το ξύλον το σεβάσμιον πάσης της οικουμένης (Ιστ. Βλαχ. 2653).
- 5)
- α) (Προκ. για εκτεταμένο κράτος) επικράτεια:
- Ανεκηρύχθην βασιλεύς στην οικουμένην όλην (Λίβ. P 956)·
- β) (εδώ προκ. για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία):
- η πόλις γαρ της Ρώμης τον κόσμον όλο αφέντευεν, όλην την οικουμένην (Χρον. Μορ. H 782).
- α) (Προκ. για εκτεταμένο κράτος) επικράτεια:
[αρχ. ουσ. οικουμένη. Η λ. και σήμ.]
- 1)