Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικοσκευή η [ikoskeví] Ο29 : το σύνολο των κινητών αντικειμένων (έπιπλα, σκεύη κτλ.) που συνήθ. υπάρχουν σε κάθε σπίτι· νοικοκυριό: Mετανάστες που επιστρέφουν οριστικά στην πατρίδα μπορούν να φέρουν χωρίς δασμό την ~ τους.
[λόγ. < ελνστ. οἰκοσκευή]
[Λεξικό Κριαρά]
- οικοσκευή η.
-
- Το σύνολο των οικιακών σκευών και επίπλων, νοικοκυριό:
- (Προδρ. I 64).
[<ουσ. οίκος + σκευή. Η λ. τον 4. αι., σε έγγρ. του 11. αι. και σήμ.]
- Το σύνολο των οικιακών σκευών και επίπλων, νοικοκυριό: