Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοπεδοφάγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοπεδοφάγος ο [ikopeδofáγos] Ο18 : (μειωτ.) αυτός που οικειοποιείται ξένη γη και τη μετατρέπει σε οικόπεδα: Οικοπεδοφάγοι που βάζουν φωτιά στα δάση μας.

[λόγ. οικόπεδ(ον) -ο- + -φάγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες