Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικονόμος ο [ikonómos] Ο18 θηλ. (συνήθ. στη σημ. 1) οικονόμος [ikonó mos] Ο35 & (συνήθ. στη σημ. 2) οικονόμα [ikonóma] Ο25α : 1α. αυτός που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση τροφίμων και άλλων υλικών, ιδίως καταναλώσιμων, σε ένα ίδρυμα ή κοινότητα ανθρώπων: ~ του ορφανοτροφείου. Ο ~ του μοναστηριού, μοναχός που έχει αναλάβει αυτά τα καθήκοντα. || για μέλος του υπηρετικού προσωπικού: Ολόκληρο το προσωπικό του σπιτιού ήταν ένας κηπουρός και μια γριά ~. β. (εκκλ.) τίτλος που απονέμεται σε έγγαμο πρεσβύτερο. 2. (ως επίθ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από οικονομία στη χρήση των υλικών αγαθών. ANT σπάταλος: Είναι πολύ ~ και θα προκόψει. Πήρε οικονόμα γυναίκα, και τον έκανε νοικοκύρη.
[1α: αρχ. οἰκονόμος `διαχειριστής του οίκου΄ κατά την εξέλιξη της σημ. του οικονομώ & λόγ. < αρχ. οἰκονόμος· 1β: μσν. σημ.· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. économe (στη νέα σημ.) < υστλατ. oeconomus < μσν. οικονόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· οικονόμ(ος) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- οικονόμος ο· 'κονόμος· οικόνομος.
-
- 1)
- α) Ο διαχειριστής ενός νοικοκυριού:
- (Ερωφ. Ά 515)·
- β) (προκ. για μοναχό) ο υπεύθυνος για την προμήθεια, φύλαξη και διαχείριση των τροφίμων:
- ο 'κονόμος μάς μηνά να πάμεν να γευτούμεν (Διήγ. ωραιότ. 312).
- α) Ο διαχειριστής ενός νοικοκυριού:
- 2) Διαχειριστής, ρυθμιστής
- α) (προκ. για ηγεμόνα):
- ο άρχος … ουδέν ένι αφέντης παρά ένι οικονόμος δίκαιος (Ασσίζ. 28528)·
- (εδώ μεταφ.):
- δεν οικονόμησαν τον βίον οπού τους έδωσε ο Θεός ως καλοί οικονόμοι (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 349v)·
- β) (μεταφ., προκ. για το Θεό και τη θεία πρόνοια):
- (Αξαγ., Κάρολ. Έ 996).
- α) (προκ. για ηγεμόνα):
- 3) (Μεταφ.)
- α) αυτός που υπηρετεί την εκκλησία και το Θεό:
- οι ποιμένες κράζουνται … οικονόμοι και επίσκοποι του Θεού (Χριστ. διδασκ. 398)·
- β) φύλακας του θείου νόμου:
- Δεύτε οι ευλογημένοι την βασιλείαν λάβετε …· πιστούς γαρ οικονόμους εύρον υμάς (Πένθ. θαν. 600).
- α) αυτός που υπηρετεί την εκκλησία και το Θεό:
- 4) Εκκλησιαστικός αξιωματούχος, κληρικός, υπεύθυνος κυρίως για την οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού:
- (Ροδινός 186), (Βακτ. αρχιερ. 173)·
- έκφρ. μέγας οικονόμος = αξιωματούχος κληρικός:
- (Ιστ. πατρ. 19117.)>
- Η λ. ως κύρ. όν.:
- (Συναδ. φ. 35v).
[αρχ. ουσ. οικονόμος. Ο τ. 'κο‑ και σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ. Η λ. και σήμ.]
- 1)