Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικονομώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικονομώ [ikonomó] & -άω Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β : 1. (οικ.) α. αποκτώ χρήματα ιδίως ως μισθό ή ημερομίσθιο: Οικονομάει τετρακόσιες χιλιάδες το μή να. ΦΡ τα οικονομάω, κερδίζω αρκετά χρήματα. είναι οικονομημένος, έχει αρκετά χρήματα. β. πετυχαίνω να αποκτήσω ή να προμηθευτώ κτ.: Πού το οικονόμησες αυτό το αμάξι; Kοίτα να οικονομήσεις και για μένα κανένα εισιτήριο. 2α. χρησιμοποιώ κτ. συνετά ή προγραμματισμένα: Ξέρει να οικονομάει το χρόνο / τις δυνάμεις του. β. περιλαμβάνω κτ. σε ένα σύνολο: Στο βιβλίο έχουν οικονομηθεί πολλές χρήσιμες πληροφορίες. γ. τακτοποιώ κτ.

[1: αρχ. οἰκονομῶ· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. économiser < économe (δες στο οικονόμος2)]

[Λεξικό Κριαρά]
οικονομώ· 'κονομώ· αόρ. οικονομίσθηκα.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Διευθύνω, διοικώ το σπίτι:
        • (Προδρ. I 92).
      • 2) Προετοιμάζω· ετοιμάζω
        • α) (προκ. για πράγμα):
          • τας προίκας ῳκονόμησε (Διγ. Z 2215
          • τα χρειώδη της οδού ῳκονόμησα (Σφρ., Χρον. 12621
        • β) (προκ. για γεύμα ή δείπνο):
          • τραπέζιν τού 'κονόμησε … διά να φάγει (Χούμνου, Κοσμογ. 1306
        • γ) έκφρ. οικονομώ εαυτόν = ετοιμάζομαι:
          • (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 166).
      • 3)
        • α) Ρυθμίζω, διευθετώ:
          • (Βίος Αλ. 4914
          • ῳκονόμει τα εκκλησιαστικά (Ιστ. πολιτ. 6010
          • (εδώ προκ. για διαθήκη):
            • ο πλούτος αυτού, επειδή ζων ουδέν τι ῳκονόμησεν, εγένετο αυθεντικός (Ιστ. πολιτ. 597
        • β) (προκ. για λόγο) οργανώνω, χειρίζομαι:
          • τον διδάσκαλον οικονομείν τους λόγους (Γλυκά, Αναγ. 294).
      • 4) (Προκ. για στράτευμα ή πλοίο) εξοπλίζω:
        • φουσσάτα οικονόμησεν (Χρον. Μορ. P 8803· Ιστ. πολιτ. 5515).
      • 5)
        • α) Σχεδιάζω, διευθετώ από πριν:
          • οικονόμησεν … πώς να εβγώ της φυλακής (Λίβ. Sc. 2345
          • οικονόμησε … ποιήσαι στόλον (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 188
        • β) (προκ. για το Θεό ή την Παναγία) προνοώ, προσχεδιάζω:
          • Κύριε, … όλα τα οικονομείς και προνοάς (Ιστ. Βλαχ. 2596· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399).
      • 6) Σκοπεύω να:
        • οικονομεί δούναι την αυθεντίαν προς τον αυτού αδελφόν (Έκθ. χρον. 505).
      • 7) Καθοδηγώ, συμβουλεύω:
        • την εκονόμησεν τον άνδρα να σκοτώσει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2072).
      • 8) Αντιμετωπίζω:
        • Περί των αρνησαμένων την ορθόδοξον πίστιν … πώς να οικονομηθούν υπό της Εκκλησίας (Βακτ. αρχιερ. 132).
      • 9)
        • α) (Δι)ορίζω, αναγορεύω:
          • να 'κονομήσουν αποκρισάρην (Αλεξ. 1093
        • β) αναθέτω σε κάπ. κ.:
          • ῳκονόμησαν … τον Δημήτριον … ίνα … την βασιλείαν σου φονεύσῃ (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 313).
      • 10) Φέρνω, προξενώ:
        • μας εκονόμησεν … συμφοράν (Καλλίμ. 1543).
      • 11)
        • α) Εξοικονομώ, προμηθεύομαι:
          • ξένα φοσσάτα … οικονόμησεν (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 186
          • ξύλα εκονομήσασι (Χούμνου, Κοσμογ. 1266
        • β) (με αντικ. πρόσωπο) εξασφαλίζω:
          • οικονόμησε μάρτυρας (Έκθ. χρον. 4625
        • γ) (με αντικ. αφηρημένη έννοια) αποκτώ:
          • εκονόμησεν … την φιλίαν (Λίβ. Sc. 76· Πένθ. θαν. 31
        • δ) εφοδιάζω κάπ.:
          • οικονομήσας αυτόν εις όσον εις τα στρατιωτικά έχρηζε (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 356).
      • 12)
        • α) Κατασκευάζω:
          • να οικονομήσει οικίαν (Ασσίζ. 45311
          • Φισκίνας … από χυτού οικονομημένας (Διγ. Esc. 1636
        • β) φιλοτεχνώ:
          • δακτυλίδι … τό εκονόμησεν η τέχνη των Ερώτων (Φλώρ. 273).
      • 13) (Προστ. αορ. 'κονόμησε για να δηλωθεί προτροπή) εμπρός, ελάτε:
        • 'κονόμησε να χτίσομε εμάς κάστρο (Πεντ. Γέν. XI 4· Γέν. XI 7).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Τακτοποιώ, διευθετώ:
        • οικονόμησον, ποίσε το προσταχθέν σοι (Φλώρ. 352).
      • 2) Ετοιμάζω:
        • 'κονόμησε εις τους οίκους σου (Αχιλλ. (Smith) N 1170
        • (εδώ προκ. για τραπέζι):
          • να 'κονομήσομεν … να φάει (ενν. ο διδάσκαλός μας) (Ντελλαπ., Στ. θρην. 67).
      • 3) Οδηγώ:
        • ά επιμελούντο πράξαι εις κακίαν αυτών … ῳκονόμουν (Ψευδο-Σφρ. 52826).
  • II. Μέσ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Τακτοποιώ, διευθετώ:
          • (Βίος Αλ. 1469
          • τους λόχους … καλώς οικονομούνται (Διήγ. Βελ. N2 213
        • β) προσέχω, φροντίζω:
          • πάσα εις την τάξην του να την οικονομάται (Ιστ. Βλαχ. 1614).
      • 2) Ετοιμάζομαι:
        • ανταμοιβήν … τῳ Βελισάρῃ ο βασιλεύς να δώσει οικονομείται (Ριμ. Βελ. ρ 582).
      • 3) Προσχεδιάζω, προετοιμάζω:
        • οι οικονομηθέντες τον βασιλέα φονεύσαι (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 223· Πένθ. θαν. 499).
      • 4) (Προστ. αορ. 'κονομηθείτε για να δηλωθεί προτροπή) εμπρός, ελάτε:
        • 'κονομηθείτε να φρονεθώμεν αυτουνού προς ποτέ να πληθύνει (Πεντ. Έξ. I 10).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Τακτοποιούμαι· ετοιμάζομαι:
          • Οικονομήθη ως έπρεπεν (Χρον. Μορ. H 6420
        • β) προετοιμάζομαι (για πόλεμο ή εκστρατεία):
          • προς πόλεμον … οικονομούνται (Διήγ. Βελ. N2 210
        • γ) προετοιμάζομαι για ταξίδι:
          • Οικονομήθη ευγενικά … κι εβάλθη να οδεύει (Χρον. Μορ. Η 8128).
      • 2) Ενεργώ:
        • ως κρίν’ ο βασιλιάς, ο δούλος 'κονομάται (Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 16).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • α) έτοιμος:
      • να είναι 'κονομημένοι για την ημέρα την Τρίτη, ότι … να κατέβει ο Κύριος (Πεντ. Έξ. XIX 11
    • β) εξοπλισμένος, ετοιμοπόλεμος:
      • φουσσάτα … 'κονομημένα (Αλεξ. 2518
      • οικονομημένοι προς πόλεμον (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 336).

[αρχ. οικονομέω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Ο αόρ. ‑ίσθηκα αναλογ. με ρ. σε ‑ίζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οικονόμων ο.
— Πβ. και οικονόμος.
  • Αξιωματούχος κληρικός (υπεύθυνος κυρίως για την οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού):
    • τα του επισκόπου καλά ο οικονόμων … τῳ μέλλοντι αρχιερεί πιστώς βλεπήσωσιν (Διάτ. Κυπρ. 5087).

[<ουσ. οικονόμος αναλογ. με τα ουσ. σε ‑ων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες