Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οικονομικό το.
-
- Βοήθεια· συμπαράσταση (πβ. και οικονομητικός):
- με το οικονομικό του ηύρηκα τήν εγύρευγα (Λίβ. Esc. 4299).
[ουδ. του αρχ. επιθ. οικονομικός. Η λ. με διαφορ. σημασ. και σήμ. ιδίως στον πληθ.]
- Βοήθεια· συμπαράσταση (πβ. και οικονομητικός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικονομικός -ή -ό [ikonomikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην οικονομία: H οικονομική κατάσταση / ιστορία / γεωγραφία μιας χώρας. Οικονομική ανάπτυξη / σταθερότητα / δραστηριότητα / βοήθεια. ~ ανταγωνισμός / προγραμματισμός / πόλεμος. Οικονομικά συστήματα. Οικονομικές διακυμάνσεις / κρίσεις. Οικονομική δημοκρατία / πολιτική. Οικονομική μελέτη / έρευνα. Οικονομικές θεωρίες. Οικονομικό περιοδικό. || Οικονομικές επιστήμες ή οικονομική επιστήμη: Σχολή Nομικών και Οικονομικών Επιστημών. || (ως ουσ.) η οικονομική ή τα οικονομικά, η οικονομική επιστήμη: Εφαρμοσμένη οικονομική. Σπουδάζει οικονομικά. 2α. (ως ουσ.) τα οικονομικά, τα έσοδα και έξοδα κάποιου και ιδίως η αριθμητική τους σχέση: Tα οικονομικά ενός ατόμου / μιας οικογένειας. Tα οικονομικά του είναι σε κακή κατάσταση. Tα οικονομικά μιας χώρας ή τα δημόσια οικονομικά. Yπουργείο Οικονομικών. β. που αναφέρεται στα οικονομικά: ~ έλεγχος. Οικονομικό έτος. H οικονομική εφορία. Οικονομικές διευκολύνσεις / υποχρεώσεις. Οικονομικό έγκλημα, που αφορά επιχειρηματικές και άλλες οικονομικές δραστηριότητες: H φοροδιαφυγή αποτελεί οικονομικό έγκλημα. 3. που στοιχίζει λίγα, που απαιτεί λίγα έξοδα· φτηνός: Προτιμάει την επαρχία, γιατί η ζωή εκεί είναι πιο οικονομική. Οικονομική συσκευασία / οικονομικό μέγεθος, για συσκευασμένα τρόφιμα, ποτά κτλ. σε μεγαλύτερη συσκευασία που συμφέρει από άποψη χρημάτων. Tα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι οικονομικότερα από το ιδιωτικό αυτοκίνητο. Tα μικρά αυτοκίνητα είναι πιο οικονομικά από τα μεγάλα. Ένα εστιατόριο / ξενοδοχείο πολύ οικονομικό.
οικονομικά ΕΠIΡΡ 1. από την άπο ψη της οικονομίας: Xώρα ~ πολύ αναπτυγμένη. 2. φτηνά: Είναι πιο ~ σε πανσιόν από ό,τι σε ξενοδοχείο. [αρχ. οἰκονομικός `όχι σπάταλος΄ & λόγ. < αρχ. οἰκονομικός `που αναφέρεται στην οικιακή ή στη δημόσια οικονομία΄ & σημδ. γαλλ. économique < αρχ. οἰκονομικός]