Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικοδόμημα το [ikoδómima] Ο49 : 1. γενική ονομασία για κάθε κτίριο: Iδιωτικό / δημόσιο ~. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ίχνη αρχαίου οικοδομήματος. 2. (μτφ.) το αποτέλεσμα του οικοδομώ2, κάθε δημιούργημα που είναι αποτέλεσμα σταδιακής και συνδυασμένης ομαδικής εργασίας: Tο κοινωνικό και πολιτικό ~. Tο ~ του κράτους / της Εκκλησίας. Έβαλε κι αυτός ένα λιθαράκι στο ~ της επιστήμης.
[λόγ. < αρχ. οἰκοδόμημα]