Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοδομή
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοδομή η [ikoδomí] Ο29 : κτίριο, συνήθ. πολυώροφο, που βρίσκεται στη φάση του χτισίματος ή έχει ήδη τελειώσει: Πηγαίνει κάθε μέρα στην ~ για να επιβλέπει την πορεία των εργασιών. Παλιά / καινούρια ~. Ο εργολάβος άφησε την ~ στη μέση. α. οικοδόμηση, χτίσιμο κτιρίου: Άδεια οικοδομής. β. κτίριο και ιδίως πολυκατοικία: Mένει σε ~ με πολλά / λίγα διαμερίσματα.

[λόγ. < ελνστ. οἰκοδομή]

[Λεξικό Κριαρά]
οικοδομή η.
  • 1)
    • α) Οικοδόμηση, χτίσιμο, ανέγερση:
      • οικοδομήν της εκκλησίας (Διαθ. Νίκωνος 25499· Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. 45-6
    • β) (μεταφ. προκ. για την εδραίωση και την ανάπτυξη της χριστιανικής εκκλησίας):
      • να τυπωθεί το παρόν βιβλίον εις δόξαν Θεού και οικοδομήν της εκκλησίας (Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. 370
    • γ) (μεταφ.) πνευματική καλλιέργεια, μόρφωση· χριστιανική αγωγή:
      • ο σκοπός όλος εκεινών οπού αναγινώσκουνται εις την εκκλησίαν είναι διά οικοδομήν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. 367).
  • 2) Οχύρωση:
    • οικοδομήν … του Εξαμιλίου (Σφρ., Χρον. 981).
  • 3)
    • α) Οικοδόμημα, κτίσμα:
      • κατεκάησαν οικίαι … και εργαστήρια και οικοδομαί (Byz. Kleinchron. Á 31213
    • β) ικρίωμα, σκαλωσιά:
      • με σκάλες, με οικοδομήν εύκολα να το κλέψουν (ενν. το κάστρο) (Χρον. Τόκκων 784).
  • 4) Το σύνολο των οικοδομικών υλικών που χρησιμοποιούνται για κάπ. οικοδόμημα (εδώ κυρίως για πολυτελή υλικά):
    • εσύναξε (ενν. ο βασιλεύς) την πάσαν οικοδομήν από ναούς ειδωλικούς … και από παλαιά παλάτια (Hagia Sophia ω 51023 κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. οικοδομή. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοδόμημα το [ikoδómima] Ο49 : 1. γενική ονομασία για κάθε κτίριο: Iδιωτικό / δημόσιο ~. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ίχνη αρχαίου οικοδομήματος. 2. (μτφ.) το αποτέλεσμα του οικοδομώ2, κάθε δημιούργημα που είναι αποτέλεσμα σταδιακής και συνδυασμένης ομαδικής εργασίας: Tο κοινωνικό και πολιτικό ~. Tο ~ του κράτους / της Εκκλησίας. Έβαλε κι αυτός ένα λιθαράκι στο ~ της επιστήμης.

[λόγ. < αρχ. οἰκοδόμημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοδόμηση η [ikoδómisi] Ο33 : η ενέργεια του οικοδομώ. 1. (λόγ.) χτίσιμο ενός κτιρίου ή γενικά ενός κτίσματος. 2. (μτφ.) σταδιακή δημιουργία και ανάπτυξη μιας κατάστασης, μιας ιδέας ή μιας σχέσης, με συνδυασμένες ενέργειες και σε συνεργασία με άλλους: Mέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δύο κράτη.

[λόγ. < αρχ. οἰκοδόμη(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοδομήσιμος -η -ο [ikoδomísimos] Ε5 : που είναι κατάλληλος για χτίσιμο: Οικοδομήσιμη ξυλεία, που είναι κατάλληλη για τις οικοδομές. Οικοδομήσιμο οικόπεδο, στο οποίο σύμφωνα με το νόμο επιτρέπεται να χτιστεί κτίριο.

[λόγ. οικοδομη- (οικοδομώ) -σιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες