Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοδεσπότης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοδεσπότης ο [ikoδespótis] Ο10 θηλ. οικοδέσποινα [ikoδéspina] Ο27α : αυτός που έχει καλέσει και δέχεται, συνήθ. στο σπίτι του, άλλους ανθρώπους για γιορτή, δεξίωση κτλ.: Στην είσοδο του σπιτιού ο ~ και η οικοδέσποινα υποδέχονταν τους καλεσμένους τους. Γυναίκα που εκτελεί χρέη οικοδέσποινας.

[λόγ. < ελνστ. οἰκοδεσπότης, οἰκοδέσποινα (αρχ. οἴκων δεσπότης)]

[Λεξικό Κριαρά]
οικοδεσπότης ο· 'κοδεσπότης.
  • 1)
    • α) Κύριος του σπιτιού, νοικοκύρης, οικοδεσπότης·
      • (εδώ) άνθρωπος ευκατάστατος:
        • Εάν έμαθον την ραπτικήν εντέχνως … να ήμουν οικοδεσπότης (Προδρ. III 160
    • β) (ειδικ.) έγγαμος, οικογενειάρχης:
      • μικροί και 'κοδεσπότες (Απόκοπ. 125).
  • 2) Αφέντης, ηγεμόνας:
    • η αφεντία σου … είσαι εύσπλαγχνος … οικοδεσπότης (Ιστ. Βλαχ. 1793).

[μτγν. ουσ. οικοδεσπότης. Τ. 'κοδεσπότη σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες