Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οικείος, επίθ.· οικειός.
-
- 1) (Για πρόσωπο)
- α) που ανήκει στην οικογένεια:
- (Χρον. Τόκκων 3481), (Ερμον. Ω 137)·
- β) (κατ’ επέκταση) έμπιστος, αφοσιωμένος:
- εκείνον το ευνουχόπουλον ήτον οικείον της κόρης (Λίβ. Sc. 50· Διήγ. Βελ. χ 554)·
- γ) (προκ. για χριστιανό) πιστός:
- (Παρασπ., Βάρν. C 46).
- α) που ανήκει στην οικογένεια:
- 2) Που ανήκει σε κάπ., ατομικός, προσωπικός
- α) (προκ. για πράγμα):
- (Έκθ. χρον. 5713)·
- β) (προκ. για έκταση) ιδιωτικός:
- (Διγ. Z 3787)·
- γ) (προκ. για μέλος του σώματος):
- (Διγ. Gr. 2619), (Ψευδο-Σφρ. 16213)·
- δ) (προκ. για αφηρημένη έννοια):
- (Ερμον. Α 61)·
- οικείον πένθος έκαστος την συμφοράν ηγούντον (Αχιλλ. (Smith) N 1833).
- α) (προκ. για πράγμα):
- 3) Κατάλληλος, ταιριαστός:
- (Μάρκ., Βουλκ. 34211, 34327).
- Το αρσ. ως ουσ. =
- 1) Συγγενής, οικείος:
- (Σφρ., Χρον. 685).
- 2) Στενός φίλος, σύντροφος:
- (Αχιλλ. (Smith) N 182).
- 3) Άνθρωπος της εμπιστοσύνης κάπ., έμπιστος:
- ο βασιλεύς υπέμεινε με τους οικειούς του μόνος (Σπαν. (Μαυρ.) P 173).
- 4) Συμπατριώτης· ομόφυλος:
- (Σωσ. 6).
- 1) Συγγενής, οικείος:
- Το θηλ. ως ουσ. = πιστή ακόλουθος, έμπιστη υπηρέτρια:
- οικείαν της θυγατρός αυτός … ηγάπησεν (Βέλθ. 968).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. =
- 1) Σπίτι, οίκος· τόπος διαμονής:
- (Διγ. Z 1632)·
- Διήλθον ουν τον ποταμόν, η δε (ενν. η Μαξιμώ) προς τα οικεία (Διγ. Z 3612).
- 2) Οικογενειακή, ιδιωτική περιουσία:
- Ει … έχεις εξ οικείων πράγματα των καμάτων σου …· … τρέφου εξ εκείνων (Γεωργηλ., Βελ. Λ 725).
- 1) Σπίτι, οίκος· τόπος διαμονής:
- Το συγκρ. του ουδ. ως επίρρ. = πιο κατάλληλα, ταιριαστά:
- του Κροκοντείλου (ή μάλλον Κροκοδείλου ειπείν οικειότερον) (Σφρ., Χρον. 16224).
[αρχ. επίθ. οικείος. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Για πρόσωπο)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικείος -α -ο [ikíos] Ε4 : 1. (λόγ.) που ανήκει σ΄ εκείνον για τον οποίο γίνεται λόγος. (έκφρ.) οικεία βουλήσει, εκουσίως, οικειοθελώς. οικεία κα κά*. || (ως ουσ.) οι οικείοι (κάποιου), τα μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος· οι δικοί του: Tο πτώμα παραδόθηκε στους οικείους του. ΦΡ εξ οικείων τα βέλη*. 2. που έχει στενή σχέση με κπ. ή με κτ. α. φιλικός, που δείχνει εξοικείωση: Οικεία συμπεριφορά. || (γλωσσ., για επίπεδο της γλώσσας) που αναφέρεται σε λέξεις, φράσεις κτλ. που χρησιμοποιούνται στο οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον κάποιου: Οικεία γλώσσα / λέξη / έκφραση. Οικείο λεξιλόγιο / ύφος. β. γνωστός, γνώριμος: Οικείο περιβάλλον. Mου είναι οικείο ένα θέμα / ένα πρόσωπο. γ. αντίστοιχος, παρόμοιος, ανάλογος, που προσιδιάζει στην περίπτωση: Tο δικαστήριο θα κρίνει την πράξη ανατρέχοντας πρώτα στις οικείες διατάξεις του νόμου.
[λόγ.: 1: αρχ. οἰκεῖος· 2: σημδ. γαλλ. familier]