Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικήτωρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οικήτωρ ‑ορας ο.
  • Κάτοικος:
    • (Ψευδο-Σφρ. 5342
    • (σε μεταφ.):
      • Ει … τις αμαρτωλός … μετανοήσει … οικήτορας των ουρανών γίνεται βασιλείας (Αξαγ., Κάρολ. Έ 1136).

[αρχ. ουσ. οικήτωρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες