Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οθόνη η [oθóni] Ο30 : 1. επιφάνεια πάνω στην οποία προβάλλονται ή αναπαράγονται εικόνες, σχήματα κτλ. α. λευκή επιφάνεια από ύφασμα ή άλλα υλικά που χρησιμοποιείται στον κινηματογράφο: Πήγε στο σινεμά αλλά δεν κατάλαβε τίποτα από αυτά που έβλεπε στην ~. Mεγάλη ~, ο κινηματογράφος. Tα νέα της οθόνης. β. η ειδική επιφάνεια ηλεκτρονικού μηχανήματος, στην οποία αναπαράγονται εικόνες, σχήματα κτλ.: H ~ της τηλεόρασης / του κομπιούτερ. Mικρή ~, η τηλεόραση. 2. (λόγ.) κομμάτι από ύφασμα, ιδίως λεπτό και σχετικά μεγάλο.
[λόγ. < αρχ. ὀθόνη `λινό ύφασμα΄ (ελνστ. σημ. επίσης: `πανί καραβιού΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- οθόνη η· δοτ. πληθ. οθόναισι.
-
- 1) Λεπτό, λευκό, συν. λινό ύφασμα
- α) (προκ. για μαντήλι του χεριού):
- τας τε βροχάς των οφθαλμών άρασα τῃ οθόνῃ (Διγ. Gr. 2087)·
- β) (προκ. για μαντήλι κεφαλιού):
- τῃ οθόνῃ την αυτής καλυψαμένη (ενν. η κόρη) όψιν (Διγ. Z 2909).
- α) (προκ. για μαντήλι του χεριού):
- 2)
- α) Υφασμα ιστίου πλοίου, ιστίο:
- (Αξαγ., Κάρολ. Έ 952)·
- β) (συνεκδ.) ιστιοφόρο πλοίο:
- στόλος επαριθμήθη οθόναισιν σαράκοντα (Αξαγ., Κάρολ. Έ 956· Αξαγ., Κάρολ. Έ 604).
- α) Υφασμα ιστίου πλοίου, ιστίο:
[αρχ. ουσ. οθόνη. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- 1) Λεπτό, λευκό, συν. λινό ύφασμα