Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδύνη η [oδíni] Ο30 : έντονος ψυχικός πόνος: H ~ του χωρισμού / του θανάτου / της ήττας, που προέρχεται από αυτά. || (νομ.): Ψυχική ~. Tο δικαστήριο επεδίκασε στον παθόντα το ποσό των εκατό χιλιάδων δραχμών ως ψυχική ~.
[λόγ. < αρχ. ὀδύνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδύνη η.
-
- 1)
- α) Πόνος σωματικός:
- (Σταφ., Ιατροσ. 11), (Ιατροσ. κώδ. ιστ́)·
- β) (συνεκδ.) το μέρος του σώματος που πονάει:
- ένθα οδυνάται (ενν. ο κύων) εκεί αι μυίαι χωρούσιν. Ούτως την οδύνην ευρήσεις (Κυνοσ. 5967).
- α) Πόνος σωματικός:
- 2) (Συνεκδ.) αρρώστια:
- απόψε την μητέρα σου επέπεσεν οδύνη (Φλώρ. 255).
- 3)
- α) Πόνος ψυχικός, λύπη, στενοχώρια:
- (Καλλίμ. 2029), (Διγ. Gr. 3280), (Δούκ. 21121)·
- β) ανησυχία, έγνοια· στενοχώρια:
- Φροντίδα τον εισέβηκε και μέριμνα και οδύνη (Λόγ. παρηγ. L 26)·
- Eπλήθαινέ τση ο λογισμός, επλήθαινε η οδύνη (Ερωτόκρ. Β́ 659)·
- γ) (προκ. για τον έρωτα) πόνος, «σεβντάς»:
- (Λίβ. Sc. 407)·
- ετραγούδιε κι ήλεγε τσ’ αγάπης την οδύνη (Ερωτόκρ. Ά 872).
- α) Πόνος ψυχικός, λύπη, στενοχώρια:
- 4)
- α) Καταπόνηση, ταλαιπωρία, παίδεμα:
- ηύρα τό είχα θέλημα μετά πολλής οδύνης (Λίβ. Esc. 1228)·
- β) (στον πληθ.) δεινοπαθήματα, βάσανα:
- (Ιμπ. 766)·
- είπα σε τας οδύνας μου τάς έπαθα εις τον κόσμον (Λίβ. Esc. 4226)·
- γ) (περιληπτ.):
- (Λόγ. παρηγ. L 98)·
- Ο κόσμος τούτος γέγονεν θλίψις τε και οδύνη (Διγ. Α 4758)·
- α) Καταπόνηση, ταλαιπωρία, παίδεμα:
- 5) (Προκ. για κολασμό, την αιώνια τιμωρία των αμαρτωλών):
- υπάν … οι … άδικοι κι επίορκοι εις μεγάλην οδύνην (Αλφ. καταν. 74).
[αρχ. ουσ. οδύνη. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυνηρά, επίρρ.
-
- Με πόνο (ψυχής), με πολλή θλίψη· σπαρακτικά:
- να λυπηθώ και να δαρθώ, οδυνηρά να κλάψω (Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 107).
[<επίθ. οδυνηρός. Η λ. και σήμ.]
- Με πόνο (ψυχής), με πολλή θλίψη· σπαρακτικά:
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυνηρός, επίθ.
-
- 1) Που προκαλεί (σωματικό) πόνο, επώδυνος:
- (Δούκ. 43118), (Φλώρ. 443).
- 2)
- α) Που περικλείει, φέρνει πόνο, θλίψη, στενοχώρια:
- (Φλώρ. 1013)·
- β) που είναι γεμάτος βάσανα, ταλαιπωρίες:
- (Καλλίμ. 1471)·
- γ) (σε ιδιάζ. χρ.) πονεμένος, θλιμμένος· «βαρύς»:
- ευρίσκουσι μετά πικράς, οδυνηράς καρδίας το χρυσοδρακοντόκαστρον (Καλλίμ. 1379).
- α) Που περικλείει, φέρνει πόνο, θλίψη, στενοχώρια:
- 3) (Προκ. για φωνή) θρηνητικός, γοερός, σπαρακτικός:
- (Δούκ. 36928), (Φυσιολ. (Legr.) 43).
[αρχ. επίθ. οδυνηρός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που προκαλεί (σωματικό) πόνο, επώδυνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδυνηρός -ή -ό [oδinirós] Ε1 : που προκαλεί: α. οδύνη: ~ χωρισμός. Οδυνηρή εμπειρία. Οδυνηρές αναμνήσεις. Είναι οδυνηρό να αποχωρίζεσαι τα παιδιά σου για ένα τόσο μακροχρόνιο ταξίδι. β. πόνο· επώδυνος: Οδυνηρή εγχείρηση.
[λόγ. < αρχ. ὀδυνηρός]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυνηρώς, επίρρ.
-
- 1) Με πόνο (σωματικό), επώδυνα:
- (Ιστ. πατρ. 15719).
- 2) Με θρήνο, σπαρακτικά:
- έκλαυσεν πικρώς και οδυνηρώς (Οψαρ. 36245· Ριμ. Βελ. ρ 611).
[αρχ. επίρρ. οδυνηρώς]
- 1) Με πόνο (σωματικό), επώδυνα: