Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδός η [oδós] Ο34 : 1. (λόγ.) δρόμος. (έκφρ.) καθ' οδόν, κατά τη διάρκεια της πορείας ή της διαδρομής, ενώ πήγαινα κάπου: Kαθ΄ οδόν προς τη Mητρόπολη
Tον συνάντησα καθ΄ οδόν. εν μέση οδώ, καταμεσής στο δρόμο και συνήθ. μπροστά σε άλλους ανθρώπους: Aυτά δε λέγονται / δε γίνονται εν μέση οδώ. α. αυτοκινητόδρομος: Επαρχιακή ~, που συνδέει μικρές πόλεις ή χωριά. Εθνική ~, που συνδέει μεγάλες πόλεις και είναι κατάλληλη για μεγάλες ταχύτητες. H εθνική ~ Aθηνών-Θεσσαλονίκης. β. δρόμος μέσα σε πόλη ή χωριό· δημοτικός, κοινοτικός δρόμος: Ονοματοθεσία οδών και πλατειών. || με τα ονόματα των δρόμων: H ~ Σταδίου / Πανεπιστημίου. H Εγνατία ~. Mένω στην οδό Bενιζέλου, πάνω από την Εγνατία. || (προφ.): Mένω ~ Bενιζέλου (αριθμός) δύο. 2. (μτφ.): Εμπορική / ναυτιλιακή ~. α. (ανατ.) δίοδος ή διαδρομή που ακολουθεί μια ουσία κτλ. μέσα στον οργανισμό: H αναπνευστική ~. β. μέθοδος, τρόπος ενέργειας: Aκολουθεί πάντα τη νόμιμη οδό. Ενεργεί διά της διπλωματικής οδού. H ~ της Aρετής / του Kυρίου. (έκφρ.) ευθεία* / μέση* / σκολιά* ~. η ~ της απωλείας*. ΦΡ διά της πλαγίας / της τεθλασμένης οδού, με πλάγιο τρόπο.
[λόγ. < αρχ. ὁδός]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδός η· οδό· οδός ο· γεν. εν. οδούς.
-
- 1)
- α) Δρόμος, στράτα:
- (Έκθ. χρον. 296), (Ασσίζ. 4548)·
- (μεταφ.):
- (Διγ. Gr. 807)·
- της παραδείσου την οδόν όλοι μας να κρατούμε (Φαλιέρ., Ρίμ. 102 χφφ LN κριτ. υπ.)·
- β) (προκ. για το Θεό):
- (Χούμνου, Κοσμογ. 2190)·
- γ) (προκ. για το θάνατο, σε θέση σύστ. αντικ.):
- ανεπίστροφην οδόν έδραμαν έως τέλους (Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 41).
- α) Δρόμος, στράτα:
- 2)
- α) Πορεία· κατεύθυνση:
- να φοβηθού … κι εκεί να μη σιμώσουνε κι άλλην οδό ν’ αλλάξουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35926· Καλλίμ. 2224)·
- β) (μεταφ):
- είμ’ οφθαλμός και φωτισμός κι οδός του λογισμού σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [942]· Διγ. Gr. 611)·
- οδόν την της υπακοής επλήρωσα (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 3)·
- γ) (συνεκδ.) το περπάτημα, η πορεία, η πράξη του οδεύειν:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 300)·
- δ) (προκ. για ερωτικό πόθο):
- είτις εμπεί 'ς τέτοιαν οδόν … γη αγάπη έναι ζάχαρη, μέλι και γλυκορίζι (Ριμ. κόρ. 681)·
- ε) (ως προσφών. αγαπημένου προσώπου):
- παιδί μου, θάρρος μου, μάτια μου και οδός μου (Ριμ. Απολλων. [1455])·
- έκφρ. καλή οδός = ομαλή, ανεμπόδιστη πορεία:
- (Ασσίζ. 844)·
- φρ.
- (1) έρχομαι της οδού, κά(μ)νω την οδό(ν) μου (βλ. κάμνω Φρ. 23), παγαίνω ή πηαίνω ή περιπατώ την οδόν = πορεύομαι, προχωρώ· ταξιδεύω:
- (Διγ. Z 560), (Λόγ. παρηγ. L 322, 225)·
- (2) πηαίνω στην οδό μου = (προκ. για τον ήλιο) ακολουθώ σταθερή πορεία:
- (Ερωφ. Έ 18)·
- (3) πιάνω κάπ. οδόν = παίρνω ορισμένη κατεύθυνση:
- (Χρον. Μορ. H 6594), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20719)·
- (4) πληρώνω την οδόν = τελειώνω την πορεία, την περιπλάνηση:
- (Λόγ. παρηγ. L 132), (Καλλίμ. 1479).
- (1) έρχομαι της οδού, κά(μ)νω την οδό(ν) μου (βλ. κάμνω Φρ. 23), παγαίνω ή πηαίνω ή περιπατώ την οδόν = πορεύομαι, προχωρώ· ταξιδεύω:
- α) Πορεία· κατεύθυνση:
- 3) Ταξίδι, πορεία:
- (Διγ. Gr. 568).
- 4) Αναχώρηση, (εδώ) απόπλους:
- της οδού το θέλημα 'κ την κεφαλήν επήραν (ενν. οι ναύτες) (Απόκοπ. 334)·
- φρ.
- (1) άπτομαι της οδού, διαβαίνω (βλ. διαβαίνω Ά4α) ή κρατώ, παγαίνω, ή πη(γ)αίνω ή παίρνω ή πιάνω ή ποιώ ή υπάγω (σ)την οδό(ν) (μου), κρατώ ή παίρνω την οδόν του δρόμου = αναχωρώ, φεύγω:
- (Διγ. Gr. 608), (Λίβ. (Lamb.) N 736d), (Χούμνου, Κοσμογ. 129), (Θυσ. 236), (Αχιλλ. (Smith) N 707), (Αχέλ. 2454), (Ριμ. Βελ. ρ 441), (Διήγ. Βελ. N2 281), (Απόκοπ. 335)·
- (2) (μεταφ. με υποκ. τη λ. όρεξη) πιάνει μακράν οδόν = χάνει κάπ. τα λογικά του:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 198)·
- (3) (σε προστ.):
- (α) αμέτε στην οδόν σας = πηγαίνετε, τραβάτε το δρόμο σας:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19327)·
- (β) πάγαινε ή σύρε την (τον) οδόν σου = φύγε, εξαφανίσου:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 731), (Ch. pop. 562)·
- (α) αμέτε στην οδόν σας = πηγαίνετε, τραβάτε το δρόμο σας:
- (4) αρχίζω την οδόν, βάλνομαι ή εμβαίνω (βλ. μπαίνω Φρ. 14) εις την οδόν = ξεκινώ:
- (Διγ. O 1341), (Χρον Μορ. H 3668).
- (1) άπτομαι της οδού, διαβαίνω (βλ. διαβαίνω Ά4α) ή κρατώ, παγαίνω, ή πη(γ)αίνω ή παίρνω ή πιάνω ή ποιώ ή υπάγω (σ)την οδό(ν) (μου), κρατώ ή παίρνω την οδόν του δρόμου = αναχωρώ, φεύγω:
- 5) Πέρασμα, διάβαση:
- (Διγ. Z 3945)·
- εγώ ειμί ο τον Μουσούρ ενδίκως θανατώσας, τον οδοστάτην, τον ληστήν, τον τας οδούς κρατούντα (Διγ. Z 2675).
- 6) Τόπος, μέρος:
- Πολλήν ουν έρημον οδόν και τόπους διελθόντες ανύδρους, φαραγγώδεις (Βίος Αλ. 4476· Διγ. Z 1646).
- 7) Το διανυόμενο διάστημα (υπολογιζόμενο ως μονάδα μήκους):
- άχρι μιλίου οδόν (Δούκ. 2659)·
- εκφρ. οδός ημέρας = απόσταση που για να διανυθεί απαιτείται πορεία μιας ημέρας:
- (Σφρ., Χρον. 1688)·
- οδός Σαββάτου = απόσταση που επιτρεπόταν να διανύσουν οι Εβραίοι την ημέρα του Σαββάτου:
- (Προσκυν. Λαύρ. 874 10113).
- 8)
- α) (Φυσική) τάξη:
- Για χάρη σου (ενν. του έρωτα) ο γιαλός μες στο καυκί του στέκει … και μιαν οδό ουρανός κρατεί δική του (Ερωφ. Χορ. ά 608)·
- β) (ως ενέργεια) ο τρόπος του πράττειν, ζειν:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 115)·
- πας ανήρ δίψυχος ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού (Φυσιολ. (Kaim.) 43a16)·
- εκφρ.
- (1) οδός αγαθή ή ίση = ζωή ενάρετη, σύμφωνη προς τις εντολές του Θεού:
- (Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 14), (Διγ. Z 1049)·
- (2) οδός κακή = αμαρτωλή, άνομη ζωή:
- (Ιων. III10)·
- (1) οδός αγαθή ή ίση = ζωή ενάρετη, σύμφωνη προς τις εντολές του Θεού:
- γ) (προκ. για το Θεό) τρόπος, ενέργεια, μέθοδος:
- ανεξιχνίαστοι αι οδοί σου (ενν. Κύριε) (Κώδ. Χρονογρ. 5312).
- α) (Φυσική) τάξη:
- 9) (Μεταφ.) τρόπος συμπεριφοράς ή ιδέα, σκέψη:
- εκείνος πάντα ελόγιαζε πώς να τον αγαπήσει (ενν. η κόρη) κι ουδεποσώς δεν ήθελε τέτοιαν οδό ν’ αφήσει (Ερωτόκρ. Β́ 468).
- 10) (Μεταφ.) αιτία:
- ανέσπασέ το το κλαδί, αν έναι οδός του πόνου (Λίβ. Esc. 3967).
- Φρ.
- 1) (Με υποκ. τη λ. ημέρα) ανέδραμε την οδόν = ξημέρωσε:
- (Λίβ. N 2287).
- 2) Βάνω κάπ. στην οδό = παροτρύνω, ωθώ:
- (Πανώρ. Ά 205).
- 3) Είναι ή έν(α)ι οδός = είναι δυνατό, υπάρχει τρόπος:
- (Λίβ. Esc. 4376), (Λίβ. N 1963).
- 4) Έχω (την) οδόν = έχω τη δυνατότητα, τον τρόπο, μπορώ:
- (Χρον. Μορ. P 3072)·
- 5) Πάγω την οδόν μου = είμαι στα τελευταία μου:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 638).
- 6) (Προκ. για λόγο) παραπλατύνω την οδόν = τραβώ σε μάκρος την αφήγηση:
- (Λιβ. Esc. 3827).
[αρχ. ουσ. οδός. Ο τ. οδός ο, με αλλαγή γένους, και σήμ. κυπρ. και ποντ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοσήμανση η [oδosímansi] Ο33 : η τοποθέτηση ή η ύπαρξη καθοδηγητι κών τροχαίων σημάτων, η σήμανση των δρόμων: H κακή ~ γίνεται συχνά αιτία ατυχημάτων.
[λόγ. οδο- + σήμαν(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδόσημο το [oδósimo] Ο40 : σήμα, ιδίως επιγραφή, που υπάρχει στους δρόμους και δίνει σχετικές με αυτούς πληροφορίες, ιδίως ονόματα, κατευθύνσεις ή χιλιομετρικές αποστάσεις· οδοδείκτης.
[λόγ. οδο- + -σημον]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδοστάτης ο.
-
- Αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους· κακοποιός, ληστής:
- ο Μουσούρ, ο ανδρείος και ληστής οδοστάτης (Διγ. Άνδρ. 36722)·
- εγώ ειμί ο τον Μουσούρ ενδίκως θανατώσας, τον οδοστάτην, τον ληστήν (Διγ. Z 2675)·
- (μεταφ.):
- την ταλαίπωρον ανθρωπότητα, την οποίαν και επλήγωσαν ανιάτως οι κακοί οδοστάται του βίου (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 15036).
[<ουσ. οδός + ‑στάτης (<ίσταμαι). Η λ. τον 4. αι. (TLG)]
- Αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους· κακοποιός, ληστής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδόστρωμα το [oδóstroma] Ο49 : το επιφανειακό στρώμα του δρόμου που είναι κατασκευασμένο από ανθεκτικά υλικά· (πρβ. κατάστρωμαII): ~ από χαλίκια / από άσφαλτο / από τσιμέντο. Σε μερικά σημεία του δρόμου έχει υποστεί βλάβες το οδόστρωμα.
[λόγ. οδο- + στρώμα μτφρδ. γερμ. Strassenbelag]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδόστρωση η [oδóstrosi] Ο33 : κατασκευή οδοστρώματος.
[λόγ. οδο- + στρώ(σις) -ση (πρβ. ελνστ. ὁδοστρωσία)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοστρωτήρας ο [oδostrotíras] Ο2 : (τεχν.) όχημα οδοποιίας εφοδιασμέ νο με βαρύ μεταλλικό κύλινδρο μεγάλης διαμέτρου και πάχους, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή (ισοπέδωση, συμπίεση) του οδοστρώματος. (έκφρ.) περνάει κάποιος / κτ. σαν ~, κυριαρχεί απόλυτα ή εξαφανίζει τα πάντα. || Xειροκίνητος ~, μηχάνημα που χρησιμοποιείται σε μικρότερης κλίμακας παρόμοιες κατασκευές.
[λόγ. οδο- + στρώ(νω) -τήρ > -τήρας]