Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδόντωση η [οδóndosi] Ο33 : 1. (βιολ.) το σύνολο των δοντιών ενός οργα νισμού: H ~ του ανθρώπου / του πιθήκου / ενός σαρκοφάγου ζώου. 2. το σύνο λο των διαδοχικών εγκοπών και προεξοχών ενός αντικειμένου: H ~ ενός γραναζιού. || (τεχνολ.): Εσωτερική / ευθύγραμμη / ελικοειδής / σπειροειδής ~. || (φιλοτ.): H ~ του γραμματοσήμου.
[λόγ. οδοντ- (δες οδούς) -ωσις > -ωση μτφρδ. γερμ.(;) Zahnung, Zähnung]