Παράλληλη αναζήτηση
48 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οδό η,
- βλ. οδός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδο- [oδo] & οδό- [oδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφρά ζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται ή ανήκει στην οδό: ~γέφυρα, οδόστρω μα, οδόφραγμα. 2. αφορά την οδό, έχει σχέση με αυτή: ~δείκτης, ~καθα ριστής, ~στρωτήρας, ~φύλακας. || (επιστ.) ~ποιία, ~μετρία, οδόμετρο.
[λόγ. < ελνστ. ὁδο- θ. του αρχ. ουσ. ὁδό(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ὁδό-μετρον `όργανο για μέτρηση αποστάσεων΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοδείκτης ο [oδoδíktis] Ο10 : το οδόσημο.
[λόγ. < μσν. οδοδείκτης `κάποιος που δείχνει το δρόμο΄ < οδο- + δείκτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοιπορία η [oδiporía] Ο25 : η ενέργεια του οδοιπορώ: Έφτασε κατάκοπος από την ~.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπορία `περπάτημα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδοιπορία η· 'δοιπορία· οδοιποριά.
-
- α) Οδοιπορία, πεζοπορία:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1617), (Διγ. O 1155)·
- β) (μεταφ.) συνοδοιπορία, συμπόρευση:
- το ποτήριον κοινόν … εγεγόνει του θανάτου και οδοιπορίαν έχει με το σώμαν του ανθρώπου (Ερμον. Υ 337).
[αρχ. ουσ. οδοιπορία. Η λ. και σήμ.]
- α) Οδοιπορία, πεζοπορία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοιπορικός -ή -ό [oδiporikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην οδοιπορία ή στον οδοιπόρο: Οδοιπορικά έξοδα, η πρόσθετη αποζημίωση που πληρώνεται σε υπάλληλο ή στρατιωτικό ο οποίος ταξιδεύει για υπηρεσιακούς λόγους. || (γυμν.): Οδοιπορικό βήμα. 2. (ως ουσ.) α. το οδοιπορικό: α1. περιγραφή ταξιδιού με τη μορφή ξενάγησης: Στη σημερινή μας εκπομπή θα παρουσιάσουμε ένα οδοιπορικό στα Mετέωρα. α2. βιβλίο με ταξιδιωτικές εντυπώσεις. β. τα οδοιπορικά: β1. πρόσθετος χρόνος άδειας που δίνεται σε στρατιώτη ή υπάλληλο που θα ταξιδέψει μακριά από το μέρος όπου υπηρετεί: Δεκαήμερη κανονική άδεια για Ρόδο με τρεις μέρες οδοιπορικά. β2. τα οδοιπορικά έξοδα.
οδοιπορικώς ΕΠIΡΡ με αργό βήμα. [λόγ. < ελνστ. ὁδοιπορικός, ὁδοιπορικῶς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοιπόρος ο [oδipóros] Ο18 : αυτός που οδοιπορεί: Οι οδοιπόροι της ειρήνης, αυτοί που συμμετέχουν σε πορεία ειρήνης. (έκφρ.) ασθενής και ~, για να δηλώσουμε ότι οι άρρωστοι και οι ταξιδιώτες απαλλάσσονται από διάφορες υποχρεώσεις και ιδίως από εκείνη της νηστείας.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπόρος `ταξιδιώτης΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδοιπόρος ο.
-
- 1) Ταξιδιώτης, στρατοκόπος:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1015), (Ωροσκ. 3911·)>
- (προκ. για πλανόδιο έμπορο, πραματευτή):
- οι αδελφοί (ενν. του Ιωσήφ) στους οδοιπόρους λέγουν, …: «Πραγματευτάδες, ξεύρετε …» (Χούμνου, Κοσμογ. 1583).
- 2) Οδηγός:
- τις σε οδήγευσε την τσάμπραν μου να σέβεις; … Ουδέν έχω οδοιπόρον … (Πόλ. Τρωάδ. 493).
[αρχ. ουσ. οδοιπόρος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ταξιδιώτης, στρατοκόπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοιπορώ [oδiporó] Ρ10.9α : περπατώ και διανύω σχετικά μεγάλη απόσταση.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπορῶ `περπατώ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδοιπορώ· 'δοιπορώ.
-
- Ά (Αμτβ.) οδοιπορώ, βαδίζω, πεζοπορώ, προχωρώ:
- (Βίος Αλ. 5398), (Προδρ. III 189).
- Β́ (Μτβ.) περνώ μέσα από κ., διαβαίνω:
- μέλλεις θεωρήσαι θύραν αριστερόθεν σου, ήν δει οδοιπορήσαι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1220).
[αρχ. οδοιπορέω. Η λ. και σήμ.]
- Ά (Αμτβ.) οδοιπορώ, βαδίζω, πεζοπορώ, προχωρώ: