Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδυρμός ο [oδirmós] Ο17 : (λόγ.) γοερό κλάμα. (έκφρ.) (θρήνος), κλαυθμός* και ~.
[λόγ. < αρχ. ὀδυρμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυρμός ο· 'δυρμός.
-
- Κλάμα γοερό, θρήνος:
- (Φλώρ. 81), (Δούκ. 3675)·
- (συν. με τα ουσ. θρήνος, κλαυθμός, στεναγμός, κ.τ.ό):
- (Ερμον. Ω 359)·
- Θρήνος, κλαυμός και οδυρμός … έπεσεν τοις Ρωμαίοις (Ανακάλ. 1· Αποκ. Θεοτ. I 20).
[αρχ. ουσ. οδυρμός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Κλάμα γοερό, θρήνος: