Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυνηρός, επίθ.
-
- 1) Που προκαλεί (σωματικό) πόνο, επώδυνος:
- (Δούκ. 43118), (Φλώρ. 443).
- 2)
- α) Που περικλείει, φέρνει πόνο, θλίψη, στενοχώρια:
- (Φλώρ. 1013)·
- β) που είναι γεμάτος βάσανα, ταλαιπωρίες:
- (Καλλίμ. 1471)·
- γ) (σε ιδιάζ. χρ.) πονεμένος, θλιμμένος· «βαρύς»:
- ευρίσκουσι μετά πικράς, οδυνηράς καρδίας το χρυσοδρακοντόκαστρον (Καλλίμ. 1379).
- α) Που περικλείει, φέρνει πόνο, θλίψη, στενοχώρια:
- 3) (Προκ. για φωνή) θρηνητικός, γοερός, σπαρακτικός:
- (Δούκ. 36928), (Φυσιολ. (Legr.) 43).
[αρχ. επίθ. οδυνηρός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που προκαλεί (σωματικό) πόνο, επώδυνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδυνηρός -ή -ό [oδinirós] Ε1 : που προκαλεί: α. οδύνη: ~ χωρισμός. Οδυνηρή εμπειρία. Οδυνηρές αναμνήσεις. Είναι οδυνηρό να αποχωρίζεσαι τα παιδιά σου για ένα τόσο μακροχρόνιο ταξίδι. β. πόνο· επώδυνος: Οδυνηρή εγχείρηση.
[λόγ. < αρχ. ὀδυνηρός]