Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδούς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οδούς ο [oδús] Ο γεν. οδόντος, αιτ. οδόντα, πληθ. οδόντες, γεν. οδόντων : (λόγ.) δόντι, κυρίως στις ΦΡ τριγμός* των οδόντων. οφθαλμόν* αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος.

[λόγ. < αρχ. ὀδούς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες