Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοντίατρος ο [oδondíatros] Ο20α θηλ. οδοντίατρος [oδondíatros] Ο36 : επιστήμονας ειδικός στην οδοντιατρική: Xειρούργος ~. Πήγε στον οδοντίατρο, γιατί πονούσε το δόντι του. Tι ώρα έχεις ραντεβού με τον οδοντίατρο;
[λόγ. οδοντ(ο)- + -ίατρος μτφρδ. γερμ. Zahnarzt· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]