Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδομαχία η [oδomaxía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : σύγκρουση προσώπων, συνήθ. ένοπλη, που γίνεται στους δρόμους της πόλης: Οι στασιαστές εξουδετερώθηκαν ύστερα από σκληρές οδομαχίες. Οδομαχίες μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας.
[λόγ. οδο- + -μαχία μτφρδ. γαλλ. combat des rues ή γερμ. Strassenkampf]