Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοιπόρος ο [oδipóros] Ο18 : αυτός που οδοιπορεί: Οι οδοιπόροι της ειρήνης, αυτοί που συμμετέχουν σε πορεία ειρήνης. (έκφρ.) ασθενής και ~, για να δηλώσουμε ότι οι άρρωστοι και οι ταξιδιώτες απαλλάσσονται από διάφορες υποχρεώσεις και ιδίως από εκείνη της νηστείας.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπόρος `ταξιδιώτης΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδοιπόρος ο.
-
- 1) Ταξιδιώτης, στρατοκόπος:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1015), (Ωροσκ. 3911·)>
- (προκ. για πλανόδιο έμπορο, πραματευτή):
- οι αδελφοί (ενν. του Ιωσήφ) στους οδοιπόρους λέγουν, …: «Πραγματευτάδες, ξεύρετε …» (Χούμνου, Κοσμογ. 1583).
- 2) Οδηγός:
- τις σε οδήγευσε την τσάμπραν μου να σέβεις; … Ουδέν έχω οδοιπόρον … (Πόλ. Τρωάδ. 493).
[αρχ. ουσ. οδοιπόρος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ταξιδιώτης, στρατοκόπος: