Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοιπορώ [oδiporó] Ρ10.9α : περπατώ και διανύω σχετικά μεγάλη απόσταση.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπορῶ `περπατώ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδοιπορώ· 'δοιπορώ.
-
- Ά (Αμτβ.) οδοιπορώ, βαδίζω, πεζοπορώ, προχωρώ:
- (Βίος Αλ. 5398), (Προδρ. III 189).
- Β́ (Μτβ.) περνώ μέσα από κ., διαβαίνω:
- μέλλεις θεωρήσαι θύραν αριστερόθεν σου, ήν δει οδοιπορήσαι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1220).
[αρχ. οδοιπορέω. Η λ. και σήμ.]
- Ά (Αμτβ.) οδοιπορώ, βαδίζω, πεζοπορώ, προχωρώ: