Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδοιπορία η [oδiporía] Ο25 : η ενέργεια του οδοιπορώ: Έφτασε κατάκοπος από την ~.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπορία `περπάτημα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδοιπορία η· 'δοιπορία· οδοιποριά.
-
- α) Οδοιπορία, πεζοπορία:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1617), (Διγ. O 1155)·
- β) (μεταφ.) συνοδοιπορία, συμπόρευση:
- το ποτήριον κοινόν … εγεγόνει του θανάτου και οδοιπορίαν έχει με το σώμαν του ανθρώπου (Ερμον. Υ 337).
[αρχ. ουσ. οδοιπορία. Η λ. και σήμ.]
- α) Οδοιπορία, πεζοπορία: