Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδηγητής ο [oδijitís] Ο7 θηλ. οδηγήτρια [oδijítria] Ο27 & οδηγήτρα [oδi jítra] Ο25α : (λογοτ.) αυτός που επηρεάζει ή ρυθμίζει τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά των ανθρώπων· οδηγός4: Aς είναι η Παναγιά οδηγήτρα μας. || (εκκλ.) Οδηγήτρια, προσωνυμία της Παναγίας.
[λόγ. < μσν. *οδηγητής μεταπλ. του αρχ. ὁδηγη(τήρ) -τής· λόγ. < μσν. οδηγήτρια < οδη γη(τής) -τρια· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσα > τρακόσα)]