Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οδηγή η.
-
— Βλ. και οδηγήτρια.
- Αυτή που οδηγεί, που δείχνει το δρόμο· (εδώ σε μεταφ.):
- Ω μετάνοια, η θύρα της σωτηρίας, …, η οδηγή προς το αγαθόν (Πηγά, Χρυσοπ. 307 (8)).
[<ουσ. οδηγός κατά τα θηλ. σε ‑ή]
- Αυτή που οδηγεί, που δείχνει το δρόμο· (εδώ σε μεταφ.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδήγημα το [oδíjima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οδηγώ.
[λόγ. οδηγη- (οδηγώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδήγηση η [oδíjisi] Ο33 : το να οδηγεί κάποιος ένα όχημα, ιδίως αυτοκίνητο: Mαθαίνω ~. H ~ μέσα στην πόλη / κατά τη νύχτα είναι πιο δύσκο λη. || για τη νομότυπη δυνατότητα οδήγησης: Άδεια / δίπλωμα οδήγησης.
[λόγ. < ελνστ. ὁδήγη(σις) `καθοδήγηση΄ -ση κατά τη σημ. του οδηγώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδηγητής ο [oδijitís] Ο7 θηλ. οδηγήτρια [oδijítria] Ο27 & οδηγήτρα [oδi jítra] Ο25α : (λογοτ.) αυτός που επηρεάζει ή ρυθμίζει τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά των ανθρώπων· οδηγός4: Aς είναι η Παναγιά οδηγήτρα μας. || (εκκλ.) Οδηγήτρια, προσωνυμία της Παναγίας.
[λόγ. < μσν. *οδηγητής μεταπλ. του αρχ. ὁδηγη(τήρ) -τής· λόγ. < μσν. οδηγήτρια < οδη γη(τής) -τρια· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσα > τρακόσα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδηγήτρια η· οδηγητρία.
-
— Βλ. και οδηγή.
- (Προκ. για την Παναγία)
- 1) Αυτή που καθοδηγεί, που δείχνει το σωστό ηθικά δρόμο:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 735), (Αλφ. 1547).
- 2)
- α) Ως προσων. της Παναγίας:
- (Προσκυν. Ιβ. 535 453)·
- η υπεραγία Θεοτόκος η Οδηγήτρια (Notizb. 85)·
- (προκ. για την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Αγία Σοφία):
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 373, 137)·
- β) σε ορκωτική έκφρ.:
- ναι μα την Οδηγητρία (Συναξ. γυν. 778).
- α) Ως προσων. της Παναγίας:
- 3) Ναός ή μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία:
- (Notizb. 43)·
- Παραπάνω … είναι η Οδηγήτρια, μοναστήρι των καλογριάδων (Προσκυν. Λαύρ. 874 9838).
- 1) Αυτή που καθοδηγεί, που δείχνει το σωστό ηθικά δρόμο:
[μτγν. ουσ. οδηγήτρια (TLG). Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για την Παναγία)