Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ογκόλιθος ο [oŋgóliθos] Ο20 : 1. πολύ μεγάλη πέτρα: Εργάτης λατομείου σκοτώθηκε από ογκόλιθο. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ αξιόλογο, πολύ σημαντικό στα πλαίσια ενός συνόλου: Tο έργο του Aριστοτέλη αποτελεί ογκόλιθο στην ιστορία της φιλοσοφίας. ~ γνώσης / αρετής, για άνθρωπο με πολλές γνώσεις ή πολύ ενάρετο.
[λόγ. όγκ(ος) -ο- + λίθος]