Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ογδόντα [oγδónda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από ογδόντα (80) μονάδες: Bάρος ~ κιλών. Hλικία ~ ετών. ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού ογδοηκοστός): Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το ογδόντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το σαράντα κάνει ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό ογδόντα: Mένει στο ~ της οδού Πανεπιστημίου. Ο ασθενής / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο ογδόντα. γ. το ~ (΄80), αντί 1980: H δεκαετία / η γενιά του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία ογδόντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπήκε στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.
[μσν. ογδόντα < ελνστ. ὀγδοῆντα (αποβ. του [i] πλάι στο [o] για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. ὀγδοήκοντα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ογδοντάδα η [oγδondáδa] Ο26 : σύνολο ογδόντα όμοιων πραγμάτων: Mια ~ του λαϊκού λαχείου, ογδόντα λαχεία που έχουν τον ίδιο αριθμό.
[λόγ. ογδόντ(α) -άς > -άδα (πρβ. ελνστ. ὀγδοηκοντάς)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ογδοντάδα, η.
-
— Πβ. και ογδοντάρι.
- Ογδόντα μονάδες ομοειδών πραγμάτων, ογδοντάδα·
- (εδώ συνεκδ. για άτομο που είναι ογδόντα χρονών):
- Ευρίσκετον ο Μωυσής στους χρόνους ογδοντάδα (Χούμνου, Κοσμογ. 2253 κριτ. υπ).
- (εδώ συνεκδ. για άτομο που είναι ογδόντα χρονών):
[<αριθμητ. ογδόντα + κατάλ. ‑άδα. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- Ογδόντα μονάδες ομοειδών πραγμάτων, ογδοντάδα·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ογδοντάρης ο [oγδondárís] Ο11 θηλ. ογδοντάρα [oγδondára] Ο25α : αυτός που έχει ηλικία ογδόντα (περίπου) ετών: Είναι ~ αλλά φαίνεται πολύ νεότερος. || (ως επίθ.) ογδοντάχρονος: ~ άνθρωπος.
[ογδόντ(α) -άρης· ογδοντάρ(ης) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ογδοντάρι το [oγδondári] Ο44 : (οικ.) 1. σύνολο ογδόντα ομοειδών μονάδων, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Mου στοίχισε ένα ~, ογδόντα χιλιάδες δραχμές. 2. μηχανάκι ογδόντα κυβικών.
[ογδόντ(α) -άρι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ογδοντάρι το.
-
— Πβ. και ογδοντάδα.
- Ογδοντάδα·
- (εδώ συνεκδ. για άτομο που είναι ογδόντα χρονών):
- Ευρίσκετον ο Μωυσής στους χρόνους ογδοντάρι (Χούμνου, Κοσμογ. 2253).
- (εδώ συνεκδ. για άτομο που είναι ογδόντα χρονών):
[<αριθμητ. ογδόντα + κατάλ. ‑άρι. Η λ. και σήμ.]
- Ογδοντάδα·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ογδονταριά η [oγδondarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου ογδόντα: Kαμιά ~ άτομα.
[ογδόντ(α) -αριά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ογδοντάχρονος -η -ο [oγδondáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια ογδόντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) ογδόντα ετών: ~ γέρος. || (ως ουσ.) ογδοντάρης. γ. (ως ουσ.). τα ογδοντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρω ση ογδόντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[ογδόντα + -χρονος]