Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οβολός ο [ovolós] Ο17 : 1α. υποδιαίρεση (το ένα έκτο) της αρχαίας αττικής δραχμής. β. (λόγ.) η πεντάρα. 2. (μτφ.) για μικρό χρηματικό ποσό που συνήθ. προσφέρεται ως βοήθημα σε κπ.: Δώστε τον οβολό σας. Ρίχνετε στο κουτί τον οβολό σας για τους φτωχούς. Ο ~ της χήρας*.
[λόγ. < αρχ. ὀβολός]
[Λεξικό Κριαρά]
- οβολός, ο.
-
- Νόμισμα πολύ μικρής αξίας, «πεντάρα»· ασήμαντο χρηματικό ποσό:
- δότε τον πάντες οβολόν και διακονήσετέ τον (Γεωργηλ., Βελ. Λ 696).
[αρχ. ουσ. οβολός. Τ. 'βολός σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Νόμισμα πολύ μικρής αξίας, «πεντάρα»· ασήμαντο χρηματικό ποσό: