Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οβάλ [ovál] Ε (άκλ.) : που έχει σχήμα έλλειψης: ~ τραπέζι / πιατέλα / καθρέφτης. Tο ~ γραφείο του Λευκού Οίκου. ~ πρόσωπο, ωοειδές.
[λόγ. < γαλλ. ovale]