Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οίστρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οίστρος ο [ístros] Ο18 : 1. (ζωολ.) γένος δίπτερων εντόμων: Ο ~ του βοδιού / του προβάτου, έντομο που συνήθ. ενοχλεί τα βόδια / τα πρόβατα. Ο ~ του αλόγου, η αλογόμυγα. 2. (μτφ.) για συναισθηματική ένταση που χαρακτηρίζεται από έμπνευση, ενθουσιασμό ή δημιουργικότητα: Ποιητικός / δημιουργικός ~. Tραγουδάει με οίστρο. 3. (βιολ.) το σύνολο των φαινομένων που συνοδεύουν την ωορρηξία στις γυναίκες και τα θηλυκά θηλαστικά.

[λόγ. < αρχ. οrστρος `αλογόμυγα, κτ. που τρελαίνει, παράφρονο πάθος΄, ελνστ. σημ.: `ζήλος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
οίστρος ο.
  • α) Μανία·
    • (εδώ) ερωτικό πάθος:
      • οίστρον θηλυμανίας (Απολλών. 15· Πτωχολ. P 252
  • β) ερωτικός παροξυσμός:
    • εκδέχεται (ενν. η γοργόνη) οίστρον της ασελγείας (Φυσιολ. (Legr.) 903).

[αρχ. ουσ. οίστρος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες