Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οίνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οίνος ο [ínos] Ο18 : (λόγ.) το κρασί: Ξηρός* ~. || (εκκλ.): Ο άρτος και ο ~, το ψωμί και το κρασί που αγιάζονται και χρησιμοποιούνται στη Θεία Ευχαριστία. (έκφρ.) ~ ευφραίνει* καρδίαν ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. οrνος]

[Λεξικό Κριαρά]
οίνος ο.
  • 1) Κρασί:
    • (Προδρ. IV 330‑3 χφφ VPK κριτ. υπ.), (Κρασοπ. AO 29).
  • 2) (Συνεκδ.) μέθη, μεθύσι:
    • εξεγέρθητι, Χριστέ ως εξ ύπνου και οίνου (Θρ. αλ. 43).

[αρχ. ουσ. οίνος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες