Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οίκτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οίκτος ο [íktos] Ο18 : το συναίσθημα λύπης και συμπάθειας για κπ. που πάσχει ή που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση: Aιχμάλωτοι που επικαλούνται τον οίκτο των νικητών. Προτιμάει να προκαλεί το φθόνο παρά τον οίκτο. || Mόνο οίκτο μού προκαλεί η συμπεριφορά σου, λύπηση ανάμεικτη με περιφρόνηση.

[λόγ. < αρχ. οrκτος]

[Λεξικό Κριαρά]
οίκτος ο.
  • α) Ευσπλαχνία, συμπόνια:
    • (Προδρ. II 11), (Κορων., Μπούας 24
  • β) έκφραση λύπης, θρήνος, οδυρμός:
    • (Λίβ. N 2290).

[αρχ. ουσ. οίκτος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες