Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οίκος ο [íkos] Ο18 : 1. (λόγ.) κατοικία, σπίτι. (έκφρ.) κατ΄ οίκον, στο σπίτι: Έρευνα / περιορισμός / μαθήματα κατ΄ οίκον. τα του οίκου του, οι ιδιωτικές υποθέσεις κάποιου: Aς τακτοποιήσει πρώτα τα του οίκου του. ~ απωλείας*. ΦΡ τα εν οίκω μη εν δήμω, να μην ανακοινώνεται κτ. που είναι γνωστό μόνο σε στενό, συνήθ. οικογενειακό, κύκλο. || (ως χαρακτηρισμός ή ονομασία): ~ του Θεού, ναός, εκκλησία. ~ ευγηρίας, για ιδιωτικό γηροκομείο. ~ ανοχής*. Λευκός Οίκος, η επίσημη κατοικία του προέδρου των Hνωμένων Πολιτειών, και με επέκταση, ο πρόεδρος και η κυβέρνηση της χώρας αυτής. 2. χαρακτηρισμός ή ονομασία για: α. γενιά ή οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής: Bασιλικός / αυτοκρατορικός ~. Ο ~ των Aψβούργων / των Γκριμάλντι. β. (ιστ.) το τμήμα της γης που ο φεουδάρχης εκμεταλλευόταν άμεσα. γ. ίδρυμα ιδίως κοινωφελούς χαρακτήρα: ~ του ναύτη. δ. οικονομική επιχείρηση: ~ μόδας. Εμπορικός / εκδοτικός ~. 3. (εκκλ.) η καθεμία από τις στροφές των κοντακίων εκτός από το προοίμιο.
(λόγ.) οικίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, μικρό σπίτι. [λόγ.: 1, 2: αρχ. οrκος `σπίτι, σπιτικό΄· 3: μσν. σημ.· λόγ. < αρχ. οἰκίσκος]
[Λεξικό Κριαρά]
- οίκος ο.
-
- 1)
- α) Σπίτι, κατοικία:
- (Ασσίζ. 446), (Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 553)·
- (προκ. για το πατρικό σπίτι):
- (Διγ. Z 2170)·
- Πριν φθάσει εις τον οίκον του, ενόησεν ο πατήρ του … και αναμένασίν τον (Διγ. Esc. 1028)·
- (εδώ στον πληθ.):
- (Αχιλλ. (Smith) N 1170), (Απόκοπ. 249)·
- (μεταφ.):
- το περιβόλιν γίνεται … των Ερώτων οίκος (Καλλίμ. 2159)·
- β) (συνεκδ.) πρόχειρο κατάλυμα, παράπηγμα:
- (Έκθ. χρον. 346).
- α) Σπίτι, κατοικία:
- 2) Παλάτι, ανάκτορο, μέγαρο (στον εν. και πληθ.):
- (Διήγ. παιδ. 401), (Προσκυν. Μεταμ. 50 11510), (Φλώρ. 414).
- 3) Ο λατρευτικός χώρος, ναός:
- (Ιστ. Βλαχ. 1668)·
- ο … της του Θεού Λόγου Σοφίας ανοικοδομηθείς ναός … οίκος του Μωάμεθ … γέγονεν (Δούκ. 37530).
- 4)
- α) Οικοδόμημα:
- κατέρριπτον τους εξαισίους οίκους και τας δοκούς κατέκαιον (Δούκ. 7914)·
- β) οίκημα, κτίσμα:
- οίκος γαρ εστίν πλησίον …· μέσον γαρ εκείσε τούτου είν’ οι θησαυροί (Ερμον. Ω 191).
- α) Οικοδόμημα:
- 5)
- α) Οικογένεια, φαμελιά:
- (Προδρ. II 62 χφ H κριτ. υπ.)·
- β) επιφανής οικογένεια ή γένος, Οίκος:
- οκάποιον μέγαν άνθρωπον εκεί του παλατίου, …, 'κ τους δώδεκα οίκους ήτον (Χρον. Μορ. H 8710).
- α) Οικογένεια, φαμελιά:
- 6) Ο τόπος όπου κάπ. είναι κύριος, επικράτεια·
- (εδώ) βασίλειο:
- ύπαγε εις τον οίκον σου, ποίμαινε τον λαόν σου (Κομν., Διδασκ. Δ 287).
- (εδώ) βασίλειο:
- 7) (Εκκλ.) καθεμιά από τις στροφές των κοντακίων εκτός από το προοίμιο:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 431).
[αρχ. ουσ. οίκος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικόσημο το [ikósimo] Ο40 : το διακριτικό σήμα ιδίως παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας· (πρβ. θυρεός): Σφραγίδα / δαχτυλίδι με το ~ της οικογένειας. Ένα ~ χαραγμένο στην πόρτα του πύργου.
[λόγ. οικο- + -σημον μτφρδ. γερμ. Hauswappen]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικοσημολογία η [ikosimolojía] Ο25 : η επιστημονική μελέτη των οικοσήμων και των οικογενειακών εμβλημάτων· εμβληματολογία, εραλδική.
[λόγ. οικόσημ(ον) -ο- + -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικόσιτος -η -ο [ikósitos] Ε5 : (για ζώα ή πτηνά) που ζουν στα πλαίσια της ανθρώπινης κατοικίας.
[λόγ. < ελνστ. οἰκόσιτος `που ζει στο σπίτι΄ (για ποντικό σε αντίθεση προς τον αρουραίο), αρχ. σημ.: `που τρώει σπίτι του΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικοσκευή η [ikoskeví] Ο29 : το σύνολο των κινητών αντικειμένων (έπιπλα, σκεύη κτλ.) που συνήθ. υπάρχουν σε κάθε σπίτι· νοικοκυριό: Mετανάστες που επιστρέφουν οριστικά στην πατρίδα μπορούν να φέρουν χωρίς δασμό την ~ τους.
[λόγ. < ελνστ. οἰκοσκευή]
[Λεξικό Κριαρά]
- οικοσκευή η.
-
- Το σύνολο των οικιακών σκευών και επίπλων, νοικοκυριό:
- (Προδρ. I 64).
[<ουσ. οίκος + σκευή. Η λ. τον 4. αι., σε έγγρ. του 11. αι. και σήμ.]
- Το σύνολο των οικιακών σκευών και επίπλων, νοικοκυριό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικοσύστημα το [ikosístima] Ο49 : βασική οικολογική μονάδα που αποτελείται από το φυσικό περιβάλλον και τους οργανισμούς (ζώα, φυτά) που ζουν σ΄ αυτό: Προστασία / αλλοίωση / καταστροφή ενός οικοσυστήματος.
[λόγ. < γαλλ. écosystème (ή αγγλ. ecosystem) < éco(logie) = οικο(λογία) + système = σύστημα]