Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οίκημα το [íkima] Ο49 : γενικός χαρακτηρισμός για κάθε κτίριο και ιδίως αυτό που χρησιμοποιείται ως κατοικία: Ένα παλιό / μικρό ~.
[λόγ. < αρχ. οἴκημα]
[Λεξικό Κριαρά]
- οίκημα(ν) το.
-
- Οικοδόμημα, κτίσμα· κατοικία, σπίτι:
- (Χρον. Μορ. H 8083)·
- (εδώ σε μεταφ.):
- Έδε χαρίτων σκήνωμαν … και της αγάπης οίκημαν (Αχιλλ. (Smith) N 819)·
- (προκ. για κτίσματα σε αγροτική εγκατάσταση):
- (Metrol. 602).
[αρχ. ουσ. οίκημα. Η λ. (‑α) και σήμ.]
- Οικοδόμημα, κτίσμα· κατοικία, σπίτι: