Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξύστρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξύστρα η [ksístra] Ο25 & ξυστήρα η [ksistíra] Ο26 : μικρό μεταλλικό ή πλαστικό αντικείμενο με ενσωματωμένη λεπίδα για το ξύσιμο των μολυβιών.

[ξυσ- (ξύνω) -τρα (πρβ. αρχ. ξύστρα `ξυστήρα του μπάνιου΄)· ξυστήρ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξύστρα η.
  • Τσουγκράνα·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • (Μπερτόλδος 19).

[αρχ. ουσ. ξύστρα. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες