Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξύρισμα το [ksírizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξυρίζω: Kρέμα / αφρός / μηχανή ξυρίσματος. Πινέλο για ~. Tα γένια σου μεγάλωσαν· θέλεις ~. ~ κόντρα, σε φορά αντίθετη με την κατεύθυνση των γενιών.
ξυρισματάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ να κάνω κι είμαι έτοιμος. [μσν. ξύρισμα < ξυρισ- (ξυρίζω) -μα]